Πως έφτασαν οι οικονομολόγοι στις αφίσες της επαρχιακής πόλης δίπλα στους τραγουδιστές των ξενυχτάδικων; Τους είδες στις τζαμαρίες των κλειστών καταστημάτων κολλημένους; Οι τραγουδιστές ακάθεκτοι, σαν να μην έκλεισαν τα μαγαζιά κι ο οικονομολόγος οργισμένος, σαν έκλεισαν τα πάντα.
Μαζεύονται πια και τα κανάλια γύρω από τραγουδιστές ν’ακούσουν τι θα πουν για τα πολιτικά, όπως ο οικονομολόγος «τραγουδά» τις πίκρες και τους καημούς του λαού.
“Δεν υπάρχει πάτος” δε θα φωνάξει κανείς;
Και το κοινό; Το κοινό έθρεψε τους τραγουδιστές πλουσιοπάροχα για χρόνια. Οι τραγουδιστές δε θα μάθουμε ποτέ πόσα έβγαλαν. Το κοινό δεν το ένοιαζε γιατί κι εκείνο έβγαζε. Κι ήθελε να ξεσπάσει τον πόνο τον απροσδιόριστο. Και χόρευε ζεμπεκιές. Γι’ αυτό κι οι ζεμπεκιές δεν είχαν πόνο. Ήταν κάτι σαν θρίαμβος ενός που πήρε το προσωπικό του κύπελο στο Euro. Ήταν σε επίδειξη τα υπάρχοντα ενός που τα είχε όλα: και λεφτά και λεβεντιά και πολύ χαρά.
Όλα τα χορευτικά τραγούδια είχαν χωρισμούς. Νοσταλγία για το ταίρι σαν παιχνίδι που έσπασε. Και πανηγυρισμό για τον χωρισμό. Δεν πούλαγε ο προβληματισμός. Είχαμε και άγνοια. Μόνο για τον έρωτα που δεν κρατάει ήταν το θέμα. Ο λαός ήθελε να ξεφύγει, να μην τιμωρείται, να ανέβει, να κυριαρχεί, να είναι ο πιο σωστός, να περνάει καλά, να μην πάθει κι ας μη μάθει. Κι αν μάθει να τα ξέρει όλα.
Τώρα στα σκούρα, στις πίκρες, στην ώρα του λογαριασμού, ο λαός τρέχει στο μαγαζί του Σφακιανάκη και βρίσκει ποπ είδωλα σε οικονομολόγους που έχουν όλες τις λύσεις. Ο Ρουβάς των οικονομολόγων είναι ο Βαρουφάκης και ο Καζάκης είναι ο πιο «έντεχνος», ένας Κότσιρας με επιτυχίες ας πούμε. Περιοδείες, εμφανίσεις, ομιλίες τραγουδιστών στην πίστα.
Και δεν σκέφτονται το απλό: Να συναντηθούν μια μέρα οι γείτονες στις αφίσες. Οι τραγουδιστές με τους οικονομολόγους. Να τους πουν που πήγαν τα λεφτά οι τραγουδιστές. Να πουν κι οι οικονομολόγοι τι μπορείς ν’ αγοράσεις με γαρίφαλα και σαμπάνιες. Κι ίσως έτσι να έχουμε την νέα εθνική συμφιλίωση του μνημονίου.