Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024

Βασίλης Παπαδόπουλος: Ένας τεχνίτης του λαϊκού στίχου

Κοινοποίηση

papadopoulos

Το καλό κρασί δεν το καταλαβαίνεις από μακριά, όσο κι αν το χρώμα του “μιλάει” στο μάτι. Προτού πιεις μια γουλιά, πρέπει πρώτα να το μυρίσεις στο ποτήρι, να το φέρεις γύρα στην στοματική σου κοιλότητα, να το νοιώσεις βάλσαμο στο λαρύγγι, προπάντων δε να ξυπνήσεις το άλλο πρωί με “καλό κεφάλι”, να το βιώσεις, να φτάσεις κοντά του δηλαδή, να μπεις μέσα του, να μπει μέσα σου, τόσο κοντά, όσο δεν παίρνει άλλο, να στάξεις μαζί του στην ψυχή, στη φύση των πραγμάτων… Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τους στιχουργούς. Ανακαλύπτεις την ποίησή τους, μόνο αν πεις μια γουλιά απ’ το τραγούδι τους, αν πέσεις μπρούμυτα για να δεις αμετακίνητο στη θέση του ένα ξεχωριστό βότσαλο στον γαλαξία της αμμουδιάς.

Οι στιχουργοί λοιπόν… Πόσες και πόσες φορές δεν τραγούδησες τα λόγια τους, χωρίς να ξέρεις ποιος τα έγραψε κάποτε σ’ ένα χαρτί… Πόσες φορές δε χόρεψες στο ρυθμό που τους έδωσε ένας συνθέτης, χωρίς και πάλι να νοιαστείς το στιχουργό τους…

Αναγκαία εισαγωγή, αναγνώστη, για να σε ρωτήσω ευθέως:

– Πόσες φορές άραγε γλέντησες με τραγούδια που δεν ήξερες τον δημιουργό τους; Θα σου πω μερικά για να το σκεφτείς: “Ανοίχτε τα τρελάδικα να βγει ο κόσμος έξω” με την Ελένη Βιτάλη. “Τι τα θέλεις τα λεφτά / να τα κάψεις τι τα θες / τα λεφτά είναι δανεικά…” με την Ελένη Βιτάλη επίσης. “Πήγαινέ με όπου θέλεις ταξιτζή” με τον Στράτο Διονυσίου. “Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες / μια ζωή με παρανόμους και ξενύχτες” με την Χαρούλα Αλεξίου. “Αυτοί που πρέπει να μιλήσουν δε μιλάνε” με τον Στέλιο Καζαντζίδη. “Υπάρχουν δυο Ελλάδες / αλλοίμονο της μιας / εκείνης που πληρώνει / το χρέος της ζημιάς” με τον Αντύπα. “Ψυχή που δεν αμάρτησε / ποτέ της δεν αγιάζει” με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο. “Βρε, κανένας καλός…” με τη Λίτσα Διαμάντη. ¨Να σε ζηλεύουν πιο καλά / παρά να σε λυπούνται” με τον Γιάννη Ντουνιά. Κι αν δε φτάνουν αυτά, να σου πω ένα ακόμα: Όταν ο Μανώλης Ρασούλης έκαμε το φοβερό εκείνο σουξέ με τον Νίκο Παπάζογλου “οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο”, βγήκε ο Στράτος Διονυσίου και απάντησε τραγουδώντας το εξής: “Ποιος το είπε για τους μάγκες, πως χαθήκανε / ποιος το είπε πως τα τρένα τους πατήσανε”. Ποιος έγραψε άραγε αυτές τις τραγουδάρες;

Επιτρέψτε μου να πω με καμάρι: Ένας φίλος μου, ένας παλιόφιλος! Ο Βασίλης Παπαδόπουλος. Ένας από τους μεγαλύτερους στιχουργούς του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού! Είχα τριάντα πέντε χρόνια να τον δω. Από το 1980, νομίζω. Μου τηλεφώνησε πριν λίγες μέρες και μου λέει: “Την Κυριακή, 24 Μαΐου, ώρα 8.00΄το βράδυ, στο θέατρο Βέμπο παρουσιάζω τα τραγούδια μου. Θέλω να έρθεις”.

Πώς να μην πάω; Ήμουν ο πρώτος που άκουσα τους στίχους των πρώιμων τραγουδιών του τη μακρινή εκείνη εποχή που πουλάγαμε μαζί εγκυκλοπαίδειες στην Ανάβυσσο, την Αίγινα, το Κρανίδι, την Παιανία, τη Νάξο το 1978. Μου έκανε απαγγελία τους στίχους του στο σπίτι του στην Καλλιθέα ή στη Νάξο που, άφραγκοι, είχαμε αποκλειστεί ένα φεγγάρι… Αξέχαστες μέρες… Ήταν η εποχή που θεωρούμασταν οι καλύτεροι ελεύθεροι πωλητές βιβλίων στην Αθήνα… Πολύ προτού βγει θριαμβευτής στο “Να η ευκαιρία” για να θαμπώσει “με τον αέρα του” τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τη Ροζίτα Σώκου και το πανελλήνιο.

Ένα τραγούδι του Βασίλη Παπαδόπουλου που λέει ο Πλούταρχος, εξηγεί τα αισθήματά μου όταν τον αντίκρισα στο βάθος εν μέσω αμέτρητων ανθρώπων στο φουαγιέ να υπογράφει το βιβλίο του: “Ο πικραμένος άνθρωπος / και με νερό μεθάει / του φτάνει μόνο μια γουλιά / να ζαλιστεί απ’ τα παλιά / και να παραπατάει”. Γιατί, παραπατώντας, πλησίασα. Κι αναρωτιόμουν: Είναι δυνατόν να με γνωρίσει μετά από τριάντα πέντε χρόνια; Δε με γνώρισε μόνο… Με είδε μισά ανάμεσα στο πλήθος, μόνο τη γραμμή της μίας μου πλευράς, είδε την κοψιά μου κι έφτανε, παράτησε το στυλό, πετάχτηκε όρθιος μ’ εκείνη την αρχαία σβελτάδα που τόσο καλά γνώριζα κι άρχισε να φωνάζει με λόγια που από τη μέθη μου δεν συγκράτησα. Η φωνή του ήταν πιο βραχνή από τότε… Μεγάλα ονόματα της καλλιτεχνικής ζωής τριγύρω γύριζαν να δουν ποιος μπήκε, γιατί κάνει έτσι ο Βασίλης…
Το λαϊκό τραγούδι είναι μια εκδοχή, εξέλιξη μάλλον του Δημοτικού τραγουδιού. Η μόνη διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι στο Δημοτικό τραγούδι ο στιχουργός είναι ανώνυμος, γιατί ξεχάστηκε στο πέρασμα του καιρού ή έμεινε άγνωστος, όταν το τραγούδι του μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και ταξίδεψε μακρύτερα πολύ απ’ το χωριό του, ενώ στο λαϊκό τραγούδι βρίσκεις το όνομα του δημιουργού, όχι για κάποιον δομικό λόγο μιας σύγχρονης δημιουργίας, αλλ’ επειδή απλώς άρχισαν οι άνθρωποι να γράφουν και να καταγράφουν τις σημαντικές πράξεις αφήνοντας πίσω την άγραφη προφορική παράδοση… Μπορεί να σταμάτησε κάπως η παραγωγή των θρύλων, αλλά κάποτε θα γινόταν νομοτελειακά ο διαχωρισμός του εκφραστικού χώρου σε βουκολικό και αστικό. Το Δημοτικό τραγούδι θα μετακόμιζε απ’ τα βουνά στις πόλεις, όπου μετατράπηκε σε λαϊκό. Ύστερα ήρθε η ποίηση, γνήσια έκφραση του αστικού τοπίου. Βάλε τώρα να διατηρήσεις ζωντανή στον αστικό χώρο τη ρίζα της ποίησης, την στιχουργία! Τι άλλο είναι από πράξη μέγιστης αντίστασης; Διότι η αρχιτεκτονική του λαϊκού τραγουδιού χρησιμοποιεί τον ίδιο μηχανισμό κατασκευής μ’ εκείνον της παροιμίας και του λαϊκού γνωμικού, ίσως δε και του μύθου και του παραμυθιού, διότι, κατ’ ουσίαν, ο στιχουργός δεν γράφει, αλλ’ αφηγείται, παραδίδει το έργο του στις επόμενες γενιές ψυχικά, με το τραγούδισμα, με το μέτρο, τη ρίμα. Που σημαίνουν: Δόνηση, ανεξίτηλο κραδασμό στο συλλογικό Είναι, μια θεία λειτουργία – πώς να το πεις – μια λαϊκή λειτουργία, γι’ αυτό και ο Λόγος στην στιχουργία ΚΑΙ στο τραγούδισμα έχει πολύ λίγους ιερουργούς, κρατάει δε ακόμα λιγότερους, μόνο εκείνους που βίωσαν και πιστά, σα θρήσκοι, μένουν σ’ αυτό αμετάπειστοι, σα να γυρίζουν διψασμένα όπως οι ξενιτεμένοι στην πατρίδα τους.

Και είναι ανέφικτο να υπηρετήσουν γνήσια το λαϊκό τραγούδι οι λόγιοι και οι διανοούμενοι, οι εκπρόσωποι του αστικού τοπίου, επειδή σ’ αυτή την ιερουργία απαιτείται πρωταρχικά, μέχρι και πρωτόγονα, το ακατέργαστο ένστικτο, καθόλου δε η στομφώδης λογιοσύνη, πολλώ δε μάλλον η υψηλή διανόηση του σαλονιού και της χλίδας. Το λαϊκό τραγούδι είναι της καρδιάς, δεν είναι του νου, γήινο, καθόλου υψιπετές. Άρα στίχους γι’ αυτό μπορεί να γράψει μονάχα ο εύθικτος τύπος που πατάει γερά στο νερό και τον αέρα της χώρας του, δεν του πάει να προδώσει τη χαμηλή, τη χαμηλότερη όλων των τάξεων τάξη, αυτή που τον γέννησε κάτω από ένα κλαρί… Καμία άλλη κοινωνική τάξη δε γεννά στιχουργούς εκτός από την αγροτική, δηλαδή την πραγματικά λαϊκή τάξη. Όπως ο Βασίλης Παπαδόπουλος απ’ τα Φιλιατρά… Πρόκειται για τον πεισματάρη σαματατζή που δεν ανέβηκε κοινωνικό σκαλοπάτι, όχι γιατί ήταν άτυχος και δεν του δόθηκαν ευκαιρίες, κάθε άλλο, αλλ’ επειδή ορκίστηκε στις ουράνιες δυνάμεις μέσα του να είναι κοντά στο χνώτο της μάνας γης του για πάντα.

Έτσι μόνο μπορεί να κατανοήσει κανείς τον στιχουργό Βασίλη Παπαδόπουλο. “Είμαι μόνο αυτό… Δεν είμαι τίποτε άλλο…” είπε. Θα τον κατανοήσεις καλύτερα δε, αν υπολογίσεις ότι ο στιχουργός μπορεί να γράψει μία Οδύσσεια ή μια Ιλιάδα, δε μπορεί όμως να κάνει το ίδιο ένας ποιητής. Οι δυο τους έχουν άλλους κώδικες. Κακώς, αλλά… έτσι είναι! Κρίμα δε που επιχειρούν να γράψουν Οδύσσειες και Ιλιάδες οι ποιητές από έπαρση, δεν το επιχειρούν όμως καθόλου οι στιχουργοί από συστολή. Έγινε αυτό το λογοτεχνικό έγκλημα καταμεσήμερο στην πόλη των ιδεών, συσχέτισαν οι φονιάδες την ποίηση με την στιχουργία διαχωρίζοντας το βασικό δομικό χαρακτηριστικό των δύο μορφών, ορίζοντας αυθαίρετα και παραπειστικά μια πλαστή απόσταση της μίας από την άλλη.

Εν πάση περιπτώσει, αυτά χρειαζόμουν ως αφετηρίες σκέψεων και αισθημάτων για να ταξινομήσω δίκαια με τη σειρά μου τον παλιό φίλο στους μεγάλους Έλληνες στιχουργούς, παρακολουθώντας την λαϊκή γιορτή εκείνης της βραδιάς που έγινε προς τιμήν του στο θέατρο Βέμπο και αναπολώντας την εποχή που πολεμούσαμε μαζί για το μεροκάματο. Η σκηνή που, σαν άλλος Γιάννης Αγιάννης, έκλεψα ένα καρβέλι ψωμί για να φάει το κοριτσάκι του στη Νάξο, δεν θα ξεχαστεί ποτέ… Ο Βασίλης Παπαδόπουλος, ο φίλος και ο συμπολεμιστής των νεανικών μου χρόνων, ο Καζαντζακικός αδερφοποιτός, ήταν τώρα στη σκηνή και χίλιοι άνθρωποι τον τιμούσαν με την αγάπη τους στην κατάμεστη αίθουσα, οι περισσότεροι εξ αυτών ξεχωριστοί λειτουργοί της Τέχνης. Μια ολόκληρη ζωή πίσω μας, με τεράστιες παρενθέσεις που έμοιαζαν αιώνες και ταυτόχρονα μέρες…

Ο Βασίλης αυτοσυστήνεται με τα εξής λόγια: “Γεννήθηκα στα Φιλιατρά της Μεσσηνίας, γιος του Χαράλαμπου και της Αντωνίας, παιδί σαν όλα τα παιδιά του μόχθου και της αγωνίας, ερασιτέχνης στιχουργός και ταπεινός δημιουργός».

Όπως όμως έγραψαν άλλοι:

… Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς στιχουργούς της Μεταπολίτευσης…”

… “Ο ποιητικός λόγος του Βασίλη Παπαδόπουλου είναι διαχρονικός… Περιέχει το ηχηρό μέταλλο του λυρικού τόνου και το μέτρο της ισορροπημένης δομής καθώς και το άρωμα της ψυχής του»…

… “Είναι λιτός και δωρικός ο λόγος του με ρυθμό και ήχο αντρίκιο που στέκεται πρωτοπόρος στην εποχή του. Ο συμβολισμός των λέξεων με τη σημασιοδοτική τους έννοια καθαγιάζει τις λέξεις”…

… Συνεργάστηκε με τους κορυφαίους τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού. Γνώρισε κι έχει ζήσει από κοντά τεράστιους καλλιτέχνες της ελληνικής δισκογραφίας. Δικά του τα πιο κλασικά και διαχρονικά τραγούδια του Στράτου Διονυσίου, υπέγραψε τα περισσότερα τραγούδια στην τελευταία δισκογραφική δουλειά του Στέλιου Καζαντζίδη, ενώ πάνω του στήριξε την καριέρα της η Ελένη Βιτάλη.

Εκτός από τον Καζαντζίδη, τον Διονυσίου και την Βιτάλη, τραγούδια του Βασίλη Παπαδόπουλου είπαν οι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μανώλης Αγγελόπουλος, Στάθης Αγγελόπουλος, Καίτη Γκρέυ, Ρίτα Σακελλαρίου, Πόλυ Πάνου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Γιώτα Λύδια, Λίτσα Διαμάντη, Γιώργος Σαρρής, Γιάννης Ντουνιάς, Γιάννης Βογιατζής, Τόλης Βοσκόπουλος, Γιάννης Πουλόπουλος, Λάκης Χαλκιάς, Χαρούλα Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Πασχάλης Τερζής, Γιάννης Πλούταρχος, Αντύπας, Σταμάτης Γονίδης, Κατερίνα Στανίση, Γλυκερία, Γιώργος Μαργαρίτης, Αντώνης Ρέμος, Νότης Σφακιανάκης, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Βασίλης Καρράς, Διονύσης Σαββόπουλος, Άντζελα Δημητρίου, Λευτέρης Πανταζής, Μαντώ, Δημήτρης Χρυσοχοΐδης, Χρήστος Πάζης, Γεράσιμος Ανδρεάτος, Δημήτρης Κοντολάζος, Θεόδωρος Καμπουρίδης κ.ά.

Μερικοί από τους συνθέτες που μελοποίησαν στίχους του είναι οι: Τάκης Σούκας, Τάκης Μουσαφίρης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο αξέχαστος Γιάννης Παπαϊωάννου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Χρήστος Νικολόπουλος, Σπύρος Παπαβασιλείου, Δημήτρης Κορδατζής, Χάρης Καλούδης, Δημήτρης Σταμπουλής, Κυριάκος Παπαδόπουλος, Θόδωρος Καμπουρίδης, Αντώνης Στεφανίδης, Δημήτρης Χαλκιάς, Βασίλης Σαλέας…

Στην παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Παπαδόπουλου με τίτλο “τα τραγούδια μου” μίλησε η ποιήτρια και κριτικός Ελίζα Αλεξανδρίδη, ο θαυμάσιος Δημήτρης Κοντογιάννης, ιδρυτικό μέλος της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας που είπε ένα τραγούδι του Βασίλη χωρίς συνοδεία μουσικής. Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γρηγόρης Χαλιακόπουλος. Απήγγειλαν οι ηθοποιοί Βασίλης Κολοβός, Ντίνος Καρύδης, Θάνος Καληώρας, Ευθύμης Ζησάκης και τραγούδησαν η Σοφία Βόσσου, ο Στάθης Αγγελόπουλος, ο Στέλιος Διονυσίου, ο Γιάννης Ντουνιάς, ο Αντύπας και ο έξοχος Άγγελος Παναγάκης που παρουσίασε τέσσερα τραγούδια από την τελευταία δουλειά του Βασίλη.

kammenos5

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: