Το Παραμύθι… Μικρός σχολιασμός σε ένα παραμύθι με μεγάλες αλήθειες…

sxoliasmos-se-paramithi

Κώστας Δημ. Κονταξής
Δάσκαλος Πανεπιστημιακός
Εικονογράφηση: Χρήστος Παπανίκος

Το παραμύθι αποτέλεσε και αποτελεί, ακόμη και σήμερα, ένα πολύπλευρο και πολλαπλό θέμα για συζήτηση.

Με το παραμύθι, φτάνουν ως τις μέρες μας οι πόθοι και οι φόβοι του πρωτόγονου ανθρώπου, οι πανάρχαιες τελετές μύησης, οι σχέσεις του με τη φύση και οι εξηγήσεις του γι’ αυτήν, τα ιδανικά και οι εξαρτήσεις των πρώτων πολιτισμών. Το παραμύθι είναι η φωνή του ανθρώπου από την εποχή των σπηλαίων, η φωνή του ανθρώπου στην τελειότερη, ίσως καλλιτεχνική της έκφραση.

Το γεγονός ότι, ενώ οι άνθρωποι προχώρησαν στον «πολιτισμό», τα παραμύθια εξακολούθησαν να υπάρχουν ως μια στοματική παράδοση, οφείλεται στο ότι αυτά, αν και έπαυσαν να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες της ζωής, κράτησαν, παρόλα αυτά, μια γοητεία, με το να δίνουν χαριτωμένες λύσεις σε προβλήματα, για τα οποία ο διανοητικά εξελιγμένος άνθρωπος έμαθε πως δεν υπάρχουν λύσεις πραγματικές. Ο άνθρωπος γνώρισε τη φύση και τη σκληρή νομοτέλειά της, αλλά δεν θέλησε, πιο καλά δεν μπόρεσε, από ψυχολογική κατασκευή, να αποκλείσει από μέσα του την τάση να συγκινείται από το θαύμα – μια μεταφυσική τάση. Αυτή την τάση του ικανοποιούσε το παραμύθι, που μετέπεσε πια από την κατηγορία της αληθινής στην κατηγορία της έντεχνης διήγησης και έγινε από ζωή τέχνη.

Το λαϊκό παραμύθι, ως δημιούργημα του λαού, περιέχει και απηχεί τις αγωνίες και τις δοξασίες του, τα όνειρα και την ποιητική του διάθεση και στηρίζεται σε αξίες και σε ανάγκες, που δεν συνδέονται με μια συγκεκριμένη χρονική πραγματικότητα ή κοινωνική κατάσταση, αλλά που αποτελούν θεμελιακά γνωρίσματα – και γι’ αυτό κοινά σε όλους – της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

Κυριαρχεί σ’ αυτό το μαγικό στοιχείο και μαζί του ένας κόσμος, που δεν υπάγεται στις κατηγορίες του χρόνου, του χώρου και της αιτιότητας, ένας κόσμος αγέραστος και αθάνατος, απόλυτα ωραίος και απόλυτα άσχημος, ανάλογα με τις προτιμήσεις του λαϊκού αφηγητή, χτισμένος και κατασκευασμένος, κατά κανόνα, από χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμες πέτρες… «Στο απάνω σκαλοπάτι ήτανε μια μεγάλη γλάστρα, όλο από μάλαμα και μέσα στη μαλαματένια γλάστρα ήτανε ένα δέντρο σαν ιτιά, όλο διαμάντι και κοράλι (…). Εκαθίσανε στο τραπέζι. Από πάνω έφεγγε ένας διαμαντένιος ωραίος πολυέλαιος. Το πιάτο της βασιλοπούλας που έτρωγε και το πιρούνι της, το κουτάλι της, όλα ήτανε όλο διαμάντι και ρουμπίνι». Ο θάνατος έχει γίνει κάτι που εύκολα πολεμιέται αρκεί να ραντίσει κάποιος έναν πεθαμένο με μερικές σταγόνες αθάνατο νερό, για να τον αναστήσει…

Το σύγχρονο παραμύθι είναι έντεχνο, προσωπική δημιουργία κάποιου συγγραφέα, με ορισμένες ικανότητες και αντιλήψεις. Οι επώνυμοι αυτοί «παραμυθάδες» προσπαθούν να κρατήσουν το είδος και να περάσουν σύγχρονα μηνύματα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία, χωρίς φειδώ, τους δίνει η τεχνολογία.

Σε ότι αφορά στη θεματική, το σύγχρονο παραμύθι έχει, σίγουρα, εξοστρακίσει νεράιδες, μάγισσες, πρίγκιπες, δράκους, μαγικά διάφορα και κάστρα. Ξεκινώντας από το φυσικό πλαίσιο (το δάσος, τη λίμνη, το λιβάδι), περνά, αρκετές φορές, στο διάστημα…

Το παραμύθι διδάσκει βασικές αξίες και στάσεις ζωής θετικές, με έναν τρόπο θαυμαστό, τονίζοντας, χωρίς διδακτισμό, την υπεροχή του καλού πάνω στο κακό με τη διαλεκτική των αντιθέσεων. Η δίκαιη ανταπόδοση έρχεται πάντα και δεν θα αφήνει να χαθεί η ανθρωπιά, το ήθος και η φιλότιμη προσωπικότητα (Κώστας Δ. Κονταξής, Εισαγωγή στην Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία Α΄, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Γιάννενα 1997, σελ. 71 – 76).

Βεζύρης έγινες, άνθρωπος δεν θα γίνεις

Μια φορά ήταν ένα αντρόγυνο, Τούρκοι. Μόνο ένα αγοράκι τους έδωσε ο Θεός, και αυτό αστόχαστο – αναίσθητο. Από μικρό πείραζε τους ανθρώπους, τα μωρά, τα ζώα, έκανε το κέφι του τυραννώντας.

Κάθε λίγο, παραπονιούνταν στον πατέρα και στη μάνα του, μικροί μεγάλοι, για τις σκανταλιές του και τα παλαβωκαμώματα.

Ο πατέρας του ήταν έτοιμος να σκάσει. Βρε, με τα λόγια, βρε με τα χάδια, με φοβέρα, με το ξύλο, προσπαθούσε να το στρώσει λίγο. Άδικος κόπος.

– Δεν θα γίνει ο γιος μας ποτέ άνθρωπος, έλεγε στη γυναίκα του, γεμάτος πίκρα, ο πατέρας.

– Θα γίνει. Θα μεγαλώσει και θα πήξει ο νους του – να ξεχωρίσει το καλό απ’ το κακό. Έξυπνος είναι – στα γράμματα πρώτος. Θα στρώσει σε όλα σιγά – σιγά, έλεγε η μάνα του. Όμως, και εκείνη το είχε κρυφό καημό, που το παιδί της ήταν άτσαλο, παλιόπαιδο.

Μεγάλωσε, έγινε παλικάρι, αλλά τα φυσικά του δεν αλλάζουν. «Του χούγι είναι κάτω από την ψυχή», λέει μια παροιμία: «Η ψυχή βγαίνει, το χούγι δεν βγαίνει».

Μια μέρα πια στενοχώρεσε τον πατέρα του, που κόντεψε να του έρθει συγκοπή: «Δεν θα γίνεις ποτές άνθρωπος εσύ», του λέει αγαναχτισμένος.

– «Θα γίνω και θα το δεις. Θα ντρέπεσαι για όσα μου λες», του απάντησε ο γιος…

Έφυγε και χάσανε τα ίχνη του. Όσο και αν προσπάθησαν, στάθηκε αδύνατο, να μάθουν που βρίσκεται. Νόμιζαν πως πέθανε. Η μάνα έκλαιγε κι έριχνε το φταίξιμο στον άντρα της, που τον μάλωνε και του φερότανε σκληρά, ώσπου τον έκανε να πάρει τα μάτια του να φύγει…

Περάσανε χρόνια… Μια νύχτα, πάνω στο βαθύ τους ύπνο, ακούσανε χτυπήματα δυνατά στην πόρτα τους. Σηκώνεται ο άντρας, ανοίγει το παράθυρο:

– Ποιος είναι;

– Είμαστε ζαπτιέδες (χωροφύλακες)

– Τι ζητάτε;

– Μας έστειλε ο βεζύρης να σε πάμε το γρηγορότερο μπροστά του.

– Εμένα;

– Ναι, εσένα.

Του είπαν και τ’ όνομα που ζητούσαν. Ο γέρος τα ‘χασε από το φόβο του. «Σπιουνιά θα ‘ναι, σίγουρα», είπε. «Κανένα δεν ενοχλούμε, ούτ’ έχουμε τίποτα να ζηλέψουν», λέει η γυναίκα του, τρέμοντας απ’ το φόβο. Λέει ο άντρας στους ζαπτιέδες:

– Δεν γίνεται να ξεκινήσουμε την αυγή; Ούτε μεσάνυχτα δεν είν’ ακόμα! Κι είναι σκοτάδι πίσσα. Δεν ξέρω και από ζώα. Φοβούμαι μην πέσω και σκοτωθώ.

– Όχι, δεν γίνεται. Ο βεζύρης μας είπε να σε πάμε το γρηγορότερο.

Ντύθηκε ο γέρος, τον βοηθήσανε να καβαλικέψει ένα ζώο και ξεκίνησαν. Περπατούσαν ώρες μες το σκοτάδι, ώσπου ξημέρωσε και φτάσανε κάποτε στο παλάτι. Ο γέρος, θες απ’ την τρομάρα, θες από την κούραση (εφτά ώρες καβαλίκευμα) μόλις πήδησε απ’ το ζώο λιποθύμησε. Είδαν και πάθαν να τον συνεφέρουν. Και όπως ήταν, με λερωμένα ρούχα απ’ το πέσιμο και βρεμένα, τον συνοδεύει ο ένας ζαπτιές, τον πηγαίνει στο απάνω πάτωμα, ανοίγει την πόρτα του βεζύρη, τον βάζει μέσα. Υποκλίθηκαν (φυσικά και οι δυο):

– Βεζύρ εφέντη, φέραμε κείνον που μας διάλεξες. Κλείνει την πόρτα, φεύγει.

Ο πατέρας από την ώρα που μπήκε, στεκόταν με το κεφάλι πολύ σκυφτό, όπως κάνανε τότες μπροστά στο βεζύρη (το συμβουλάτορα του σουλτάνου).

Καθώς καθόταν ο βεζύρης κουρντισμένος στην πολυθρόνα, έβλεπε από τα χέρια του (και κάτω) που έπαιζαν το κομπολόι ασταμάτητα. Στεκόταν ο γέρος και περίμενε…

– Σήκωσε τα μάτια σου και δες με, του λέει ο βεζύρης, με δυνατή φωνή.

Σηκώνει ο γέρος (σκυφτός ακόμα) το βλέμμα του.

Μόλις είδε το βεζύρη, γνώρισε το γιο του.

– Βρέεε! Εσύ είσαι ο βεζύρης;…

– Μάλιστα. Εγώ είμαι, το απαντά, κορδωμένος και χαμογελαστός ο γιος του. Είδες που έλεγες πως δε θα γίνω άνθρωπος; Έγινα και βεζύρης. Τώρα τι έχεις να πεις;

– Αφού, βρε, γίνηκες βεζύρης, δεν μπορούσες να μας το γράψεις, να χαρούμε (που τόσα χρόνια τώρα σε είχαμε για πεθαμένο), και να στείλεις τ’ αμάξι σου να ‘ρθουν οι γονιοί σου στο παλάτι, να σε καμαρώσουν και προτίμησες να στείλεις (άγρια μεσάνυχτα), χωροφυλάκους να μας κατατρομάξεις, για να φτάσω – μονάχα εγώ – το γρηγορότερο – μπροστά σου; Δε σκέφτηκες ούτε πως θα ταλαιπωρηθώ (εφτά ώρες στο σαμάρι), ούτε την αγωνία που περνά η μάνα σου, νομίζοντας πως θα με θανατώσεις – για να με φέρνεις «μεσανυχτιάτικα» – το γρηγορότερο…», μπροστά στην αφεντιά σου!

Και τώρα: με βλέπεις – ύστερ’ από τόσα χρόνια που είχες να δεις τον πατέρα σου – κι αντί να σηκωθείς να μ’ αγκαλιάσεις, κάθεσαι στην πολυθρόνα να παίζεις κομπολόι και μ’ έχεις, γέρον άνθρωπο – τον πατέρα σου – κατατρομαγμένο και κατακουρασμένον εξαιτίας σου, να στέκομαι μπροστά σου! Και με ρωτάς ακόμα «Τι έχω να σου πω!». «Τούτο, λοιπόν, έχω να σου πω: βεζύρης έγινες. Άνθρωπος, όμως, δε θα γίνεις ποτές».

(Κώστας Δημ. Κονταξής, Σημασιολογική προσέγγιση παροιμίας και παραμυθιού, Αγρίνιο 1998, σελ. 20 – 22)

Ο κόσμος του παραμυθιού έχει πολλά κοινά με το δικό μας κόσμο. Το περιεχόμενο του παραμυθιού είναι πλούσιο σε συμβολισμούς και μηνύματα…

Ο «άτακτος» γιος «κατόρθωσε» – δεν μας λέει το παραμύθι πώς – να γίνει βεζύρης, δηλαδή ηγέτης, κάτοχος εξουσίας. Σύμφωνα, όμως, με τα λόγια του ίδιου του του πατέρα. «Άνθρωπος, δε θα γίνει ποτές».

Θα αποφύγω τον πειρασμό να σχολιάσω τη συμπεριφορά του βεζύρη – γιου και να κάνω λόγο για μηνύματα και συμβολισμούς στο σήμερα.

Οι Έλληνες πολίτες έχουμε ζήσει αλαζονικές συμπεριφορές – ολέθριες τις περισσότερες φορές – της κάθε μορφής εξουσίας, των, κάθε βαθμίδων ηγετών. Βιώνουμε, τραγικά, τη «σκοτεινιά», στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα και γνωρίζουμε καλά πως δεν «τα φάγαμε όλοι μαζί»… Το παρόν, για τη χώρα μας, είναι αποπνικτικό, όπως λέει και ο ποιητής:

…Μας κύκλωσαν από παντού,
Ούννοι, Βάνδαλοι, Οστρογότθοι
πιέζουν ασφυκτικά τα παιδικά μας οράματα…
Κινδυνεύουμε, αδερφέ μου…
Ριγμένοι στο λαγούμι
γυρεύουμε την έξοδο
σκάβοντας το χώμα
σαν τους τυφλοπόντικες.
Λίγο φως, αδερφέ μου…

(Γιάννη Καφούση, Τα τραγούδια του αδερφού, Αθήνα 1995, σελ. 15, 32, 30)

Ας μου επιτραπεί, τελειώνοντας, να μεταφέρω μερικές σκέψεις του Καθηγητή Δημήτρη Μπουραντά, από το βιβλίο του «Όλα σου τα ‘μαθα, μα ξέχασα μια λέξη», σκέψεις που χαρακτηρίζουν, επιγραμματικά, τον αλαζόνα ηγέτη, την εξουσία.

«…Οι αλαζόνες ηγέτες συνήθως δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τους εαυτούς τους. Αδιαφορούν για τις ανάγκες των ανθρώπων τους, τους εκμεταλλεύονται, τους βλέπουν και τους μεταχειρίζονται σαν υπηρέτες τους (…).

Έχουν την αίσθηση ότι τα ξέρουν όλα, πάντα αυτοί έχουν δίκιο και ποτέ δε φταίνε οι ίδιοι για τις αποτυχίες. Δεν ακούν τους άλλους, δε μαθαίνουν από τα λάθη και τις αποτυχίες, δεν τους αρέσουν οι συμβουλές και οι διαφωνίες. Θίγονται, θυμώνουν και γίνονται επιθετικοί όταν τους κάνουν κριτική. Θέλουν συνεργάτες που να τους λένε πάντα «ναι» (yes men) και να τους θαυμάζουν. Υποτιμούν και αγνοούν τους περιορισμούς, τις δυσκολίες και τις ατέλειές τους, καθώς αισθάνονται ακατανίκητοι (…). Ουσιαστικά, χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα, ζουν σε γυάλινους πύργους και δε συνειδητοποιούν τους κινδύνους. Έτσι, οδηγούνται σε επικίνδυνες αποφάσεις και παράτολμα έργα, που μπορεί να συνεπάγονται ανεπανόρθωτες συμφορές…» (Δημήτρης Μπουραντάς, Όλα σου τα ‘μαθα, μα ξέχασα μια λέξη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 201043, σελ. 356 – 57).

Ο ποιητής θλίβεται για την οξείδωση της αθωότητας και αγωνιά για το επικείμενο:

…Ερειπωμένα τα κάστρα
στις γειτονιές των παιδικών μας ονείρων
…Τι θ’ απογίνουμε, αδερφέ μου,
μ’ ένα μπουκέτο ηλιαχτίδες στο χέρι
χρόνια περιμένουμε στη στροφή του δρόμου
τα παιδιά παίζουν πλάι στα μνήματα
το μετερίζι μας χορτάριασε
ξύνω τα λέπια της μνήμης
να ξεχάσω
και δεν μπορώ…

(Γιάννη Καφούση, ό.π., σελ 20, Πβ Δημήτρης Ηλ. Ρεντίφης, Αποτιμήσεις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 178, 183)

Τύμπανο 2 / Μάρτιος 2013

Νόρα Καρατσικάκη - Κλινικός Διαιτολόγος - Διατροφολόγος