Η επαλήθευση του Καρόλου Μαρξ γίνεται με την διάψευσή του
Η «θεοποίηση» του λαού που έκαμε η Αριστερά, υποκαθιστά τον Θεό που κατάργησε ο υλισμός της. Μόνο που στο τέλος δεν θεοποιείται ο λαός, αλλά το κεκτημένο δικαίωμά του, θεοποιείται η τσέπη του λαού. Κι αυτό είναι μια παρακμή της αριστερής ιδεολογίας, ενώ σε τίποτα δεν διαφέρει από την δαιμονοποίηση της άρχουσας τάξης. Ο λαός ανυψώνεται σε ισότιμο αντίπαλο δέος, αντιπαρατίθεται στην ολιγαρχία, ασκεί τους ίδιους αφοριστικούς νόμους που εφαρμόζει εκείνη σε βάρος του, αποτέλεσμα όμως και των δύο συμπεριφορών είναι ίδιο για τον πλανήτη: Καταστροφή.
Σε μέρες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, χειρότερης εκείνης του 1929, θα περίμενε κανείς ότι η Αριστερά είχε τώρα την ιστορική ευκαιρία (την προέβλεψε ο Μαρξ διακόσια χρόνια νωρίτερα) να προωθηθεί στην εξουσία. Βλέπουμε όμως το αντίθετο. Η Αριστερά ΔΕΝ θέλει να κυβερνήσει. Κάνει τα πάντα για να εξουδετερώσει κάθε εύνοια της Ιστορίας. Έχει εθιστεί στο πετροβόλημα της εξουσίας, βολεύτηκε μέσα στο σάπιο σκηνικό που έστρωσε γι’ αυτήν ο κοινοβουλευτισμός, εξασφάλισε ένα ρόλο διαμαρτυρίας (είναι όμως ρόλος εκτόνωσης του συστήματος) και μπορεί έτσι να συντηρεί μια πλειάδα επαγγελματιών της αριστεροσύνης της.
Αυτόν τον καιρό δεν κρίνεται μονάχα ο καπιταλισμός. Τουλάχιστον αυτός διαπιστώνει την κρίση του και ψάχνει να βρει νέα εργαλεία έκφρασης. Η Αριστερά τι κάνει τάχα; Ούτε την εξουσία διεκδικεί, ούτε νέα εργαλεία έκφρασης θέλει. Έτσι όπως πάει, είναι καταδικασμένη να βυθιστεί στο τέλμα. Στη λογική όμως αυτή θα πάνε χαμένες οι θυσίες αμέτρητων ευγενών ψυχών που επί δύο αιώνες τώρα έδωσαν το αίμα τους για τα οράματα της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευημερίας, αγωνίστηκαν για «να σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο».
Στην Ελλάδα του «μνημονίου» η Αριστερά, ω του θαύματος, συμπορεύεται αγαστά με τον παλιό διώκτης της, τον χειρότερο εφιάλτη της: Την εθνικοφροσύνη. Κανείς εχέφρων δεν μπορεί ν’ αγνοήσει την σύμπτωση αυτή. Είναι μια κοινή θέση των δύο άκρων της πολιτικής συμπεριφοράς. Με ίδια ρητορεία, ίδια σημειολογική αναφορά. Το πνιγηρό σκηνικό συμπληρώνεται από την συνωμοσιολογική λογική του Διαδικτύου, την τσιτωμένη φλυαρία των Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης και τον υπαρξιακό πανικό των μεγάλων εφημερίδων, όπου ανθεί ο λαϊκισμός και η πατριδοκαπηλεία.
Κι από την άλλη, ο θεοποιημένος (απ’ όλους) λαός. Που ανέκαθεν άκουγε όποιον έκανε τον μεγαλύτερο ντόρο, σύρεται όμως στα άκρα, απαξιώνει στο σύνολό της την Πολιτική, αφού την ταυτίζει με τον Κομματισμό, δαιμονοποιεί τον σοφότερο λόγο, αφήνει να βγουν στην επιφάνεια της καθημερινότητάς του πρωτόγονα ένστικτα.
Πού φτάσαμε;
Καταντήσαμε να θεωρείται καταραμένος Πασοκτζής, ο ηπιόφρων που προσπαθεί να ψελλίσει μία συναινετική συμβουλή και απευθύνει κάλεσμα να καταλαγιάσει ο κόσμος. Εδώ φτάσαμε, πατριώτη, να θεωρείται «εθνική προδοσία» η εσωτερική συζήτηση που κάνει ο πολίτης με τον εαυτό του για ν’ αποφασίσει αν είναι καταδικαστέο το γιαούρτωμα των πολιτικών…
Η αριστεροσύνη ξαφνικά συναντήθηκε με την εθνικοφροσύνη και από κοινού πετροβολούν κάθε φιλήσυχο πολίτη, επειδή «είναι πρόβατο», λέει, αφού αρνείται να προβεί σε γιούχα εναντίον των κλεφτών πολιτικών.
Θα πεις: Είναι σύμπτωμα των καιρών! Ναι, εντάξει. Όμως το ζητούμενο είναι: ΤΙ θέλει επιτέλους η Αριστερά; Εγκρίνουν άραγε αυτή την φιλοσοφία και την πρακτική όλοι όσοι σ’ αυτή τη χώρα αισθάνονται αριστεροί; Και ας μη βιαστεί να πει κανείς για τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Αυτοί που δίνουν 37% άθροισμα στην Αριστερά, ΔΕΝ είναι αριστεροί, αλλά εκδικητικοί ψηφοφόροι που απογοητεύτηκαν από τα κόμματα εξουσίας, τα οποία ψήφιζαν μέχρι χτες. Στην πρώτη ευκαιρία θα λακίσουν, θ’ αφήσουν τον Κουβέλη και τον Τσίπρα να ψάχνονται, όπως έκαναν μια ζωή…