Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024

Σκύλος

Κοινοποίηση

skitsa569b

Τα βράδια γίνονταν σκύλος. Οι μύθοι για τον λυκάνθρωπο ήταν αλήθεια. Αλλά αυτός γίνονταν σκύλος. Μόλις άναβαν τα κίτρινα φώτα του δήμου άλλαζε το σώμα του. Μάζευε και στένευε και μάκραιναν τα άκρα. Η μουσούδα του με όσφρηση δυνατή, τα αυτιά του, ραντάρ, και μια ουρά να προδίδει αυθόρμητα τα συναισθήματά του.

Φυσικά πονούσε η αλλαγή. Περπάταγε για να φύγουν οι πόνοι. Στα ουζερί έλεγαν «γεμίσαμε σκύλους». Έριχναν μια βαριεστημένη ματιά και μασούλαγαν σουβλάκια και μεζέδια. Τον χτύπαγε η μυρουδιά μαζί με τις οικονομικές αναλύσεις.

[box type=”info” align=”aligncenter”]Έτσι όπως γίναμε, για Πρόεδρος Δημοκρατίας πρέπει να προταθεί ένας Ηγούμενος[/box]

Κοπέλες στολισμένες κοίταζαν μήπως τις πλησιάσει. Έριχναν το βλέμμα στα γαλάζια νερά των κινητών, κάποιον έβριζε μία, κάποιον κουτσομπόλευε η άλλη, τον έλεγε «καληνυχτάκια». Ζευγάρια τον προσπερνούσαν υπνωτισμένα από την σχέση τους, ντελιβεράδες δυνατοί εκτελούσαν αποστολές. Άλλοτε, τόσα λαμπερά νιάτα θα’ ταν αγάλματα. Τώρα καίγονται στα καλοκαιριάτικα βράδυα, σε μουσικές με ένταση γεμα΄τη θράσος, και αγγίγματα.

skitsa569a

Βρωμίζουν το στόμα τους με λέξεις εγκεκριμένες από την πιάτσα, λερώνονται με τατουάζ, σκοτώνονται με μηχανάκια κάμποσα, όπως πατιούνται λουλούδια ανίδεα για την ομορφιά τους. «Αν δεν ήμουν σκύλος θα ’μουν ωραίος» έλεγε μέσα του, «αν δεν είχα αυτό», κι έβγαινε αυτό το σφυριχτό κλάμα στιγμιαία.

Επαρχιώτες βγάζαν τα σκυλιά τους βόλτα βραδυνή. «Βρε εδώ είμαι, εγώ, τι τα θέλετε και τα’ αγοράζετε;» ήθελε να τους φωνάξει. Αλλά κι αυτό που τα περίμεναν δίπλα τους να αφοδεύσουν δεν το άντεχε. Μην έσωνε να βρει αγκαλιά, αν ήταν να δίνει λογαριασμό μέχρι και για την τουαλέτα.

Δίψα στα τσιμέντα και την άσφαλτο. Εδώ πάτησε το μεσημέρι ένας που γύρισε από την θάλασσα. Μύριζε ίχνος από αλάτι και άμμο. Άτιμη όσφρηση. Φέρνει μέχρι και επιδερμίδες ζωντανές στο μυαλό. Αλλά είναι φαντάσματα.

Το καλοκαίρι είναι για τα σώματα. Τα κυκλοφορούν οι άνθρωποι, για τον απολογισμό της φθαρτότητας. Τόσα χάσαμε, τόσα μας μένουν, συν-πλην μερικά χάδια, μπόνους στάμπες από βλέμματα. Όχι σαν τους σκύλους, ίδιο σώμα χειμώνα – καλοκαίρι.

Επιτέλους κουράστηκε. Θα μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς σκέψεις. Άδειος πλέον, θα ξαναγίνονταν άνθρωπος για την ημέρα. Χωρίς ανησυχίες θα έφευγε το αμυντικό του σχήμα.

«Μια αγκαλιά κι ας είναι και φόλα» πρόλαβε να ευχηθεί.

Χρήστος Παπανίκος
Χρήστος Παπανίκος
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο και πρωτοδημοσίευσε σκίτσα στην τοπική σατιρική εφημερίδα "Αραμπάς". Συνέχισε στο πολιτικό περιοδικό "Αντί". Έχει κάνει εικονογραφήσεις για την "Ελευθεροτυπία", για παραμύθια, και για εκπαιδευτικά βιβλία του υπουργείου Παιδείας και των εκδόσεων Πατάκη. Συνεργάζεται με τον Παναιτωλικό, το περιοδικό «The books journal» και την τοπική εφημερίδα "Αναγγελία".
spot_img

Διαβάστε επίσης: