Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Σκέψεις γύρω από τα Αρχαία Ελληνικά

Κοινοποίηση

Κείμενο: Μαρία Αδ. Κωνσταντίνου

Στην πληθώρα προβλημάτων που αντιμετωπίζει αυτή η χώρα όλο το τελευταίο διάστημα, ήρθε να προστεθεί και το «μαύρο πρόβατο» κατά πολλούς, μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, το οποίο ο αρμόδιος υπουργός αποφάσισε να εξοβελίσει αρχικώς και ίσως σταδιακά να καταργήσει εντελώς; Αναρωτιέμαι και προβληματίζομαι για την τύχη του πιο «αμφιλεγόμενου» μαθήματος του ωρολόγιου προγράμματος στη σχολική εκπαίδευση, όχι μόνο ως κλασική φιλόλογος που ασχολήθηκε και ασχολείται μαζί του διεξοδικά αλλά και ως σκεπτόμενος πολίτης αυτής της χώρας, η οποία μόνο αγώνα δρόμου δεν κάνει για να αποκοπεί τελείως από το παρελθόν! Και όλα αυτά μέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που χάσκει και μακάρι να ήταν το μόνο του πρόβλημα η μία ή οι δύο παραπάνω ώρες ενασχόλησης με τα κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας!

Όπως είναι ευρέως γνωστό, τόσο η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα όσο και η Λατινική αποτελούν τις δύο κατ’ εξοχήν παγκόσμιες γλώσσες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, στις οποίες συγγράφηκε ένα μεγάλο μέρος από τα σημαντικότερα αριστουργήματα της παγκόσμιας σκέψης, θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία του σημερινού δυτικού πολιτισμού. Οι Έλληνες μαθητές έχουν τη σπάνια ευκαιρία να μελετήσουν έξοχα δημιουργήματα της πολιτιστικής κληρονομιάς από το πρωτότυπο, καταβάλλοντας ένα μικρό μόνο τμήμα του μόχθου που καταβάλλουν οι μαθητές των υπόλοιπων ξενικών χωρών, αφού τα κείμενα είναι γραμμένα σε μια πρωιμότερη μορφή της ίδιας της μητρικής τους γλώσσας. Το όφελος από τη μικρή αυτή επένδυση χρόνου και κόπου είναι τεράστιο και σχετίζεται με τη δυνατότητα προσέγγισης μεγάλου τμήματος των σπουδαιότερων γραπτών μνημείων της ανθρωπότητας, αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής παράδοσης στην οποία ανήκουν και οι ίδιοι.

Αναφορικά με τη σχέση Αρχαίων και Νέων Ελληνικών, θεωρώ πως η προγονική μας γλώσσα σε καμία περίπτωση δεν τίθεται εμπόδιο, αντίθετα αποτελεί ισχυρό σύμμαχο και δυνατό εργαλείο για την όσο το δυνατόν καλύτερη κατοχή της νεοελληνικής γλώσσας. Έστω και μια υποτυπώδης γνώση των Αρχαίων Ελληνικών συμβάλλει στην αυτούσια διατήρηση των ορθών κανόνων της νέας ελληνικής που τα τελευταία χρόνια διαστρεβλώνεται με σωρεία ξενόφερτων λέξεων, ανυπόφορα ορθογραφικά λάθη και φυσικά τα greeklish που καταδυναστεύουν τη σφριγηλότητα της εξαιρετικής μας γλώσσας. Και πραγματικά είναι άξιο σημείωσης το γεγονός πως όσες φορές έχω βρεθεί στο εξωτερικό, άλλες τόσες συνομίλησα με ανθρώπους «μαγεμένους» από την ακουστική της γλώσσας μας, όλοι φιλοπερίεργοι να μάθουν ποια γλώσσα έχει τέτοια «ακουστική καθαρότητα και δυναμική», όπως τη χαρακτήρισαν αρκετοί, για να διαπιστώσω τελικά πως όλοι γνώριζαν, έστω και ακουστά την αρχαία ελληνική και πολλά κείμενά της. Κάτι αντίστοιχο έχω παρατηρήσει και σε άτομα που προέρχονται από χώρες της Ευρώπης που συνειδητά διδάσκονται την Αρχαία Ελληνική και δηλώνουν συνεπαρμένοι από τη μαγεία και την ευρωστία μιας γλώσσας και ενός πολιτισμού που συχνά η μελέτη του και η ενασχόληση με τα δημιουργήματά του αποτελούν «όαση» μέσα στην αβεβαιότητα του κόσμου της αδυσώπητης και γεμάτης αδηφαγία πληροφορίας.

Σε επιδερμικά επιχειρήματα όπως τα Αρχαία είναι χρονοβόρο μάθημα, καθώς ανάγονται σε «αγκάθι» για την πλειοψηφία των μαθητών, κατακλύζοντάς τους από συνακόλουθη αντιπάθεια, η ευλογότερη απάντηση φάνταζει να είναι η βελτίωση των μεθόδων διδασκαλίας και σίγουρα όχι μόνο για το εν λόγω μάθημα αλλά και για άλλα δυσνόητα και φορτικά για πολλούς μαθητές προγράμματα, όπως τα Μαθηματικά που κακά τα ψέματα «ενοχλούν» μεγάλο αριθμό σπουδαστών. Ποια όμως θα μπορούσε να είναι η πρόταση στη δεύτερη περίπτωση; Να μειωθεί ή να καταργηθεί η επιστήμη του Ευκλείδη και του Δημόκριτου; Φυσικά και όχι.

Τη στιγμή που πολλά ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία) πραγματοποιούν συντονισμένες κινήσεις για τη διδασκαλία των αρχαίων στους μαθητές τους, οι οποίοι πραγματικά καθίστανται, προς έκπληξη πολλών Νεοελλήνων, σε γνώστες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της υπέρμετρης προσφοράς του στο σύμπαν, οι Έλληνες μαθητές απλά «βαριούνται» να προσπαθήσουν να μάθουν έστω και λίγα αρχαία. Ωστόσο, ο Έλληνας δεν θα χάσει την ευκαιρία να αυτοαποκαλεστεί απόγονος του Πλάτωνα ή του Περικλή ή ακόμα και πολίτης της χώρας που «γέννησε τη δημοκρατία», κατά τη συχνή ρήση, φουσκώνοντας υπερβολικά το εγώ του και προβάλλοντας τη σύνδεσή του με τους «ἀρχαίους ἡμῶν προγόνους», σε μία προσπάθεια ανάδειξης της υπεροχής του δικού του πολιτισμού, έναντι των υπολοίπων…άσχετα αν ο Νεοέλληνας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον Αρχαίο και πολλές φορές δεν έχει ιδέα αυτού για το οποίο βαυκαλίζεται. Δεν θα ήταν πολύ καλύτερο να είναι γνώστης του πολιτισμού του μέσα από τη γλώσσα και τα κείμενά της, έτσι ώστε να μη βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να τον αντικρούει με αρχαία ελληνικά ένας ξένος; Νομίζω η απάντηση είναι εύλογη. Το παραπάνω παράδειγμα είναι πραγματικό και δυστυχώς το έχω συναντήσει αρκετά.

Από επιστημονικής άποψης και με βάση τη γλωσσολογική οπτική, τα Αρχαία Ελληνικά είναι μια «νεκρή γλώσσα», καθώς δεν έχει σήμερα φυσικούς ομιλητές. Εντούτοις, μια γλώσσα ουσιαστικά «πεθαίνει» όταν παύει η ενασχόληση μαζί της. Λοιπόν, για τα αρχαία κάτι τέτοιο δεν ισχύει παγκοσμίως.

Ως συνδρομή στην ανάδειξη και υπογράμμιση της καθαρότητας, της εγγύτητας, της ζωντάνιας και της μελωδικότητας των αρχαίων ελληνικών, ήρθε η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος «Απολογία Σωκράτους» του Πλάτωνα που παρουσιάστηκε και στο Αγρίνιο την περασμένη εβδομάδα. Για πρώτη φορά στην ιστορία του θεάτρου, επιχειρείται να μιληθεί η Απολογία του Σωκράτη στην αρχαία ελληνική γλώσσα, με το αποτέλεσμα να είναι μοναδικό, όχι μόνο για τους γνώστες του αντικειμένου και του έργου, αλλά για όλους, όσοι έφυγαν από την παράσταση σκεπτόμενοι την εύρωστη και διαχρονική ομορφιά των αρχαίων ελληνικών.

Πρόκειται για μια αυθεντική αναπαράσταση της συγκλονιστικότερης δίκης στην ιστορία του πολιτισμού, προσφερόμενη στο κοινό στην πρωτότυπη γλώσσα συγγραφής του δημιουργού του, την ατόφια αττική διάλεκτο του 5ου π.Χ αιώνα. Μετάφραση στα νέα ελληνικά στους υπέρτιτλους, διδασκαλία και σκηνοθεσία από το Δήμο Αβδελιώτη, ενώ ο Βασίλης Καραμπούλιας και ο Θανάσης Δισλής είναι ο Σωκράτης και ο Μέλητος αντίστοιχα, οι δύο ηθοποιοί, υπεύθυνοι για τη σπάνια βιωματική εμπειρία που περιβάλλει τους θεατές. «Είναι πραγματικά αναγκαίο τα ελληνικά κλασικά κείμενα να ακούγονται στην πρωτότυπή τους μορφή, γιατί κάθε προσπάθεια μεταγραφής τους, για να διευκολύνουν την κατανόησή τους από τις νέες γενιές κάνει ακριβώς το αντίθετο», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Τους αφαιρούν όλες εκείνες τις μουσικές παραμέτρους που συγκροτούν την αυθεντικότητα των εικόνων, των ιδεών και των αισθημάτων που κατοικούν μέσα στη συγκεκριμένη και μουσικά συγκροτημένη πρωταρχική τους μορφή. Η συγκινητική αποδοχή δικαίωσε και μένα και τους ηθοποιούς μου».

Μαρία Αδ. Κωνσταντίνου

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: