Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

ΠΑΡΑΜΥΘΙ: Το ταξίδι της Ανθής

Κοινοποίηση

taxidi-tis-anthis

της Ευανθία Ζιόβα

Τι χειμώνας κι αυτός! Ήταν ο πιο βαρύς των τελευταίων χρόνων. Επιτέλους πέρασε και ήρθε η Άνοιξη με τις καλοδεχούμενες λιακάδες.

Μια τέτοια ανοιξιάτικη μέρα που ο ήλιος έλαμπε, η μικρή πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας απολάμβανε τη λιακάδα και τέντωνε χέρια και πόδια για να ξεμουδιάσει. Γιατί – να το ξέρετε – δεν είναι και τόσο εύκολο να βολευτεί κανείς στα ριζά του φύλλου μιας καλαμιάς, όσο μικροκαμωμένος κι αν είναι. Κι όταν λέμε μικροκαμωμένος το εννοούμε. Ήταν πολύ μικρή, πιο μικρή κι από την τοσοδούλα, πιο μικρή κι από το φτερό μια μύγας, πιο μικρή κι από τη μύτη μιας καρφίτσας. Μα ποια ήταν τέλος πάντων; Ήταν… ήταν… ένας… κόκκος… σκόνης, μια τόση δα σκονίτσα, σαν αυτή που κυνηγάνε όλη μέρα με το ξεσκονόπανο οι καλές νοικοκυρές, αλλά πάντα τη βρίσκουν να στρογγυλοκάθεται στην οθόνη της τηλεόρασης ή στα ράφια της βιβλιοθήκης.

Η μικρή σκόνη ζούσε στην όχθη μιας λίμνης από τότε που ένας δυνατός άνεμος τη σήκωσε από τη γη, τη στροβίλισε για λίγο μέσα στην αγκαλιά του και την ακούμπησε πάνω στην καλαμιά. Δεν ήταν όμως καθόλου ευχαριστημένη. Η ζωή της ήταν βαρετή και μονότονη κι ένιωθε μεγάλη μοναξιά. Γύρω τριγύρω υπήρχαν μόνο καλαμιές γεμάτες σκόνη. Γεμάτες σκόνη; Κι ένιωθε μοναξιά με τόσο κόσμο γύρω της; Κι όμως έτσι είναι. Οι άλλοι κόκκοι σκόνης που ζούσαν σε κείνη την έρημη όχθη, ήταν πολύ μοναχικοί τύποι, μιλούσαν σπάνια και δεν καταδέχονταν ο ένας την παρέα του άλλου. Από τις ελάχιστες κουβέντες τους το μικρό μας το κορίτσι, που δεν είχε καν όνομα, αφού κανείς ποτέ δε νοιάστηκε να της δώσει ένα, είχε μάθει πως όχι και πολύ μακριά από κει που ζούσε, υπήρχε ένας κόσμος μαγικός, γεμάτος χρώματα, αρώματα και ανθρώπους. Επίσης είχε ακούσει από μία ταξιδιάρα σκόνη που κατασκήνωσε ένα καλοκαίρι εκεί κοντά ότι οι άνθρωποι παίζουν με τη σκόνη φανταστικά παιχνίδια, όπως «ξεσκονόπανο», «γενική καθαριότητα», «να κάνεις το δωμάτιο σου λαμπίκο» και άλλα τέτοια.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτές οι σκόρπιες κουβέντες που της έβαζαν τρελές ιδέες στο κεφάλι και την έκαναν ν’ αναστενάζει κρυφά στον ύπνο της. Ήταν βλέπετε κι εκείνη η απέναντι όχθη της λίμνης που ήταν τόσο διαφορετική και τόσο όμορφη. Όλο το χρόνο την έβλεπε να μεταμορφώνεται και να αλλάζει φουστάνια σαν κανένα κακομαθημένο κοριτσόπουλο. Την Άνοιξη όμως φορούσε τα καλά της.

Τα πλατάνια άρχιζαν σιγά – σιγά να πρασινίζουν. Στην αρχή εμφανίζονταν μικροί χλωροί κόμποι στα γυμνά κλαδιά τους. Μέρα με τη μέρα όμως μεγάλωναν, γινόταν καταπράσινα φύλλα κι έτσι όπως αντανακλούσε πάνω τους το νερό, έμοιαζαν με σμαραγδένιο θησαυρό. Η καταπράσινη πλαγιά βαφόταν με μοβ, κίτρινες και κόκκινες πινελιές. Τα περιβόλια με τις πορτοκαλιές, τις λεμονιές και τα οπωροφόρα γέμιζαν με λευκά και ροζ αστράκια. Διάσπαρτα μέσα στα δέντρα βρίσκονταν τα σπίτια των ανθρώπων περιτριγυρισμένα από πολύχρωμους κήπους.

Και να ήταν μόνο αυτό; Κάθε φορά που φυσούσε νοτιάς, ερχόταν ένα γλυκό, ανοιξιάτικο άρωμα που έκανε την καρδιά της να φτερουγίζει.

Εεε… αυτό ήταν! Φέτος θα έφευγε από δω, θα ταξίδευε, θα πήγαινε απέναντι, δεν ήξερε ακόμα το πώς, αλλά ήταν σίγουρη πως θα έβρισκε ένα τρόπο. Κάθισε λοιπόν στο φύλλο της και περίμενε και όσο έβλεπε την Άνοιξη να στήνει το δικό της πανηγύρι, τόσο πιο ανυπόμονη γινόταν. Όσο ο καιρός περνούσε τα όνειρα και τα σχέδια έδιναν κι έπαιρναν μέσα στο κεφάλι της. Είχε ακούσει ότι ο άνεμος είναι ταξιδευτής και το είχε αποφασίσει πως με τον άνεμο θα ταξίδευε, αρκεί να της δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Και η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί.

 

Ήταν ένα ζεστό απόγευμα λίγο πριν το Πάσχα, όταν μια παρέα παιδιών ήρθε στην όχθη. Γέμισε ο τόπος γέλια και τρεχαλητά. Αγόρια και κορίτσια έτρεχαν, φώναζαν, γελούσαν, χοροπηδούσαν. Ένα μικρό κορίτσι κρατούσε ένα άσπρο μαντιλάκι σα να ήταν παντιέρα κι έτρεχε πέρα δώθε με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Η μικρή κυρά της καλαμιάς άκουσε όλη αυτή την ασυνήθιστη φασαρία και ταράχτηκε. Κάτι της έλεγε πως όλος αυτός ο σαματάς θα της έβγαινε σε καλό. Με την καρδιά της να σφυροκοπά, σηκώθηκε και περίμενε, περίμενε εκείνη τη μαγική στιγμή που όλα θα άλλαζαν.

Ξάφνου φύσηξε ένα βοριαδάκι και… οοοπ το μαντιλάκι του κοριτσιού έγινε φτερό στον άνεμο. Το κορίτσι έτρεξε αλλά πού να το φτάσει, το μαντίλι χάθηκε μες στον καλαμιώνα ενώ τα άλλα παιδιά φώναζαν: «Πάει το μαντιλάκι σου Ανθή, πάει, αποχαιρέτησέ το».

Και το μαντιλάκι πήγε και κάθισε πάνω σε μια καλαμιά. Μαντέψτε σε ποια. Ακριβώς. Κρέμονταν από την άκρη του φύλλου και ήταν έτοιμο να πάρει πάλι τον άνεμο στο κατόπι. Τώρα ήταν η ευκαιρία. Ή τώρα ή ποτέ. Όμως δεν ήταν εύκολη απόφαση. Κι αν κάτι πήγαινε στραβά; Κι αν… κι αν… κι αν… Το βοριαδάκι φύσηξε πιο δυνατά και το μαντιλάκι ήταν έτοιμο να απογειωθεί και πάλι. Η στιγμή που περίμενε, είχε έρθει, δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Χωρίς άλλη σκέψη η καλή μας φίλη έδωσε ένα σάλτο και «χοπ» βρέθηκε πάνω στο κάτασπρο μαντίλι.

Μια δυνατή σπρωξιά από τον άνεμο κι άρχισαν να χορεύουν στον αέρα πηγαίνοντας όλο και πιο ψηλά πάνω από τον καλαμιώνα. Η μικρή ταξιδιώτισσα ζαλισμένη ακόμα από τον τρελό χορό κοίταξε προς τα κάτω και είδε ν’ αφήνουν πίσω τους την γκριζοπράσινη θάλασσα των καλαμιών και να πετάνε πάνω από ένα γαλάζιο όνειρο. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από τη χαρά, τα αυτιά της βούιζαν και της φάνηκε πως άκουσε να της φωνάζουν: «Καλοτάξιδη Ανθή, καλοτάξιδη». Έτσι απόκτησε και όνομα. Από δω και πέρα θα την έλεγαν Ανθή, Ανθούλα και Ανθάκι όπως και το κορίτσι που έχασε το μαντίλι. Και συνέχισε να ταξιδεύει σα ναυτάκι η Ανθή και ν’ ατενίζει τον όμορφο τόπο που την περίμενε. Από κάτω η λίμνη στραφτάλιζε και ψάρια φαίνονταν να κολυμπούν. Η ώρα πέρασε και ήρθε το ηλιοβασίλεμα. Ο ήλιος έγινε κατακόκκινος λες κι έπιασε φωτιά και χιλιάδες χρώματα έβαψαν τα νερά και τον ουρανό. Δεν ήταν το πρώτο ηλιοβασίλεμα που έβλεπε, αλλά σίγουρα ήταν το πιο όμορφο.

Σιγά σιγά έπεσε η νύχτα. Ήταν μια ανοιξιάτικη νύχτα, δροσερή και μοσχοβολιστή. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια κι έτσι όπως πετούσε ακόμα πάνω στο μαντιλάκι της, η Ανθή νόμιζε πως λίγο ν’ άπλωνε το χεράκι της, θα τ’ ακουμπούσε. Ξαφνικά, έτσι όπως έσκυψε να ρίξει μια ματιά κάτω, σάστισε, η λίμνη ήταν κι εκείνη σπαρμένη με αστέρια πιο μεγάλα και πιο λαμπερά από του ουρανού. «Τι είναι τώρα αυτό;», αναρωτήθηκε μαγεμένη και πέρασαν μερικές στιγμές ακόμα για να καταλάβει ότι δεν ήταν αστέρια, αλλά βάρκες που ψάρευαν με πυροφάνι κι έσκασε στα γέλια με τη γκάφα της. Γέλασε δυνατά με την ψυχή της για αρκετή ώρα, ώσπου ένιωσε εξουθενωμένη. «Ώρα για ύπνο», σκέφτηκε και με ένα χασμουρητό ξάπλωσε κι έκλεισε τα μάτια της.

Όμως δεν πρόλαβε να έρθει το πρωτοΰπνι κι ο άνεμος που την ταξίδευε, φαίνεται πως κουράστηκε κι αυτός και σταμάτησε να φυσάει. Το μαντιλάκι άρχισε να πέφτει. Η Ανθή πανικοβλήθηκε. Αυτό δεν το είχε προβλέψει. Τι θα συνέβαινε τώρα; Φοβόταν πολύ. Η καρδιά της σφυροκοπούσε. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια και περίμενε. Ώσπου η πτώση σταμάτησε. Κάτι παράξενο όμως συνέβη. Αντί να βραχεί από το λιμνίσιο το νερό, ένιωσε ότι ακουμπούσε κάπου στέρεα. Άνοιξε τα ματιά της και κοίταξε τριγύρω.

Τότε είδε πως είχε πέσει πάνω σε μια ψαρόβαρκα. Α… πολύ ωραία, μετά από έναν καλό ύπνο θα συνέχιζε το ταξίδι της με βάρκα. Τέτοια πολυτέλεια ούτε στα όνειρά της! Δεν ήταν όμως γραφτό να κοιμηθεί ακόμα, γιατί ένας ψαράς είδε το μαντιλάκι ν’ ασπρίζει πάνω στα σανίδια και τα ’χασε. «Άλλο πάλι και τούτο» ψέλλισε «πως βρέθηκε εδώ αυτό το μαντίλι; Από τον ουρανό έπεσε; Περίεργα πράγματα…» κι έσκυψε να το πάρει να το περιεργαστεί και δώστου κουτρουβάλα η Ανθή, πάρτη κάτω από το ιπτάμενο καράβι της. Κι ενώ προσπαθούσε να συνέλθει από την ανώμαλη προσγείωση, άκουσε τον ψαρά να φωνάζει σ’ έναν άλλο νεότερο «Έλα Γιάννη, δώρο για την αρραβωνιαστικιά σου την Άννα, ένα ουρανοκατέβατο μαντίλι με το Α κεντημένο. Φαίνεται πως έπεσε από καμιά νεράιδα που βγήκε βόλτα στον αφρό της λίμνης».

Κι άλλο που δεν ήθελαν οι ψαράδες, άρχισαν μια κουβέντα για νεράιδες και ξωτικά κι όλοι είχαν να πουν μια ιστορία. Άλλος πως τάχα είδε με τα ίδια του τα μάτια όμορφη ξωτικιά, άλλος πως την απάντησε άνθρωπος δικός του και πάει λέγοντας, γέμισε η νύχτα χρυσομαλλούσες νεράιδες. Άλλες λούζονταν στη λίμνη, άλλες έπαιζαν το τόπι ή χόρευαν κυκλικό χορό κι άλλες πάλι ξελόγιαζαν τους νέους και τους έπαιρναν τη μιλιά. Και με αυτές τις νεραϊδοϊστορίες αποκοιμήθηκε η Ανθή ευτυχισμένη. Δεν πάνε λίγες ώρες που κίνησε για τον κόσμο των ανθρώπων και η ζωή της είχε γίνει ήδη συναρπαστική.

 

Το ξημέρωμα οι βάρκες έβαλαν πλώρη για το λιμανάκι τους φορτωμένες ψάρια. Η φασαρία και ο θόρυβος της μηχανής ξύπνησαν την Ανθή μέσα σ’ ένα όνειρο. Η αυγή είχε βάψει τη λίμνη και τον ουρανό ροδί και το πρωινό μαϊστράλι γέμιζε τον τόπο με ευωδιές λεμονανθών. Τεντώθηκε κι η μικρή μας καλά – καλά και μ’ ένα φύσημα του μαΐστρου, απαλό σα χάδι, βρέθηκε στην πλώρη του καϊκιού κι από κει σαν καπετάνιος αγνάντευε την όχθη που ερχόταν όλο και πιο κοντά και θέριευε. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει κι η ανυπομονησία της μεγάλωνε «Αχ… να’ χα φτερά να πέταγα και να φτάσω στο λεπτό» σκέφτηκε. Και τότε ένα χελιδόνι στρογγυλοκάθισε δίπλα της κι η Ανθή που είχε μάθει πια να μη χάνει τις ευκαιρίες, βούτηξε μέσα στα φτερά του και σε λίγο βρέθηκε πάλι να πετάει. Από κάτω είδε να περνούν η λίμνη, η όχθη με τα πλατάνια και τις ιτιές, τα περιβόλια και τα σπίτια και βζουουουμ… προσγειώθηκαν σε μια χελιδονοφωλιά. Κοίταξε να δει πού βρίσκεται, αλλά γλίστρησε και σα φτερό στον άνεμο έπεσε πάνω σε μια γαριφαλιά.

Κοίταξε γύρω της και είδε πως βρισκόταν στην φρεσκοασβεστωμένη αυλή ενός σπιτιού πνιγμένη στα λουλούδια: γιασεμιά, τριανταφυλλιές, πασχαλιές, νεραγκούλες και νιούτσικοι βασιλικοί. Είχε φτάσει λοιπόν στον προορισμό της; Δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Τι όμορφα που είναι εδώ», σκέφτηκε, «καλύτερα κι από όνειρο». Δεν πρόλαβε όμως να πει ή να σκεφτεί τίποτα άλλο γιατί ακούστηκε ένα σούσουρο κι ένας σαματάς, φωνές, γέλια, τριξίματα από έπιπλα που μετακινούνται και μια κοπέλα πρόβαλλε φουριόζα στην πόρτα τινάζοντας ένα χαλάκι.

Το σύννεφο σκόνης που σηκώθηκε πήγε και κάθισε πάνω στη γαριφαλιά.

Ένα τσούρμο σκόνες χαχάνιζαν, ξεφώνιζαν, χοροπηδούσαν από φύλλο σε φύλλο, στροβιλίζονταν στον αέρα ή έκαναν ακροβατικά, ώσπου η πιο νεαρή από αυτές πρόσεξε επιτέλους τη μικρή Ανθή που είχε απομείνει με το στόμα ανοιχτό και φώναξε: «Κοιτάξτε μια νιόφερτη. Από πού να ήρθε άραγε;». Σιωπή έπεσε για ένα δευτερόλεπτο (τόσο χρειάστηκε να μαζευτούν ολόγυρά της) και ξέσπασαν όλες μαζί: «Καλώς ήρθες, καλώς ήρθες» κι άρχισαν να πέφτουν οι ερωτήσεις βροχή. «Από πού ήρθες, πως ήρθες, πως είναι ο τόπος που άφησες, μήπως ξέρεις τον τάδε» κι άλλα τέτοια πολλά. Μέχρι το μεσημέρι είχαν γίνει οι συστάσεις, οι γνωριμίες και η περιήγηση στο σπίτι. Η Ανθή έμαθε πως ήρθε την πιο ωραία εποχή. Πλησίαζε το Πάσχα και στο σπίτι επικρατούσε μεγάλη αναμπουμπούλα. Καθαριότητα, ασβεστώματα, βάψιμο αυγών, τσουρέκια, γλυκά, κόσμος, χαμός με λίγα λόγια. Αυτή την περίοδο είχαν διαλέξει οι σκόνες για το ετήσιο πρωτάθλημα «Γενική καθαριότητα».

Η Ανθή δεν άργησε καθόλου να προσαρμοστεί και να κάνει φιλίες και πολύ σύντομα έγινε η καλύτερη παίχτρια του «φτερού ξεσκονίσματος». Έκανε μερικές πιρουέτες στον αέρα και κατόπιν βουτούσε μέσα στις χαραμάδες του παρκέ ή πίσω από κανένα βιβλίο. Άλλες φορές πάλι γαντζώνονταν μαζί με τις φίλες της στο φτερό και έκαναν ακροβατικά πηδώντας από έπιπλο σε έπιπλο.

Τα βράδια που όλα ηρεμούσαν στο σπίτι, οι σκόνες κουρασμένες από τα καμώματα της μέρας πήγαιναν για ύπνο. Η Ανθή είχε διαλέξει μια ήσυχη γωνίτσα ανάμεσα σε δυο σανίδες του πατώματος πίσω από το μπουφέ του σαλονιού που ήταν φτιαγμένος από ξύλο κερασιάς. Καμιά φορά, άμα είχε κέφια, το γερασμένο ξύλο της έλεγε ιστορίες από τα παλιά να τη νανουρίσει. Γέμιζαν τότε τα όνειρα της Ανθής με φωτεινά καλοκαίρια, με κερασιές φορτωμένες καρπό και κορίτσια με λευκά φορέματα και χείλη πιο κόκκινα κι από το κεράσι.

Κι έτσι η μικρή σκόνη ζούσε ευτυχισμένη εκεί που την έφεραν ο άνεμος και η τόλμη της. Εκεί που κάθε εποχή είχε τις δικές της μυρωδιές, τα δικά της χρώματα και τους δικούς της ήχους Τώρα είχε επιλογές. Μπορούσε να παραμείνει μια σπιτική σκόνη ή να γίνει μια ταξιδιάρα σκόνη και να γνωρίσει όλο τον κόσμο. Δε βιαζόταν ν’ αποφασίσει. Είχε όλη τη ζωή μπροστά της κι όλο το θάρρος που χρειαζόταν…

Τύμπανο 1 / Φεβρουάριος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: