Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και η ποιητική γενιά του 1920

Κοινοποίηση

Κείμενο: Μαρία Αδ. Κωνσταντίνου

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Πρόκειται για τον αντιπροσωπευτικότερο δημιουργό της ταραγμένης γενιάς που δεσπόζει την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου (1922-1930) και αποτελεί την πιο προβληματισμένη ποιητική ομάδα των ελληνικών λογοτεχνικών κύκλων. Με αφορμή τη συμπλήρωση 88 ετών από το θάνατό του (ο ποιητής αυτοκτονεί μόνος στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928), θεωρώ πως αξίζουν δυο λόγια για τον άνθρωπο και ποιητή που επηρέασε πολλαπλά έναν μεγάλο αριθμό ποιητών που τον διαδέχθηκαν.

Κωνσταντίνος Γεωργίου Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και είναι ποιητής της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής του Μεσοπολέμου που εξέφρασε όσο κανένας άλλος το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής, χαρακτηριστικό ιδιάζον ολόκληρης της εποχής του. Τη στιγμή που οι άλλοι εκπρόσωποι εμμένουν στο κλίμα της ανίας, της διάλυσης και της απιστίας, ο Καρυωτάκης έδωσε μια μεστή αίσθηση της πραγματικότητας, η οποία όμως, όπως φαίνεται αργότερα, θα τον οδηγήσει στο τραγικό αδιέξοδο. Η στάση του συχνά εκφράζεται ως διαμαρτυρία που φτάνει στο σαρκασμό.
Το πλούσιο ταλέντο και η σπάνια εκφραστική δύναμη είναι τα όπλα που τον οδηγούν στη συγγραφή μιας μεστής, σοβαρής και μεγαλειώδους ποίησης. Στα ποιήματά του κυριαρχεί συλλογισμός, σκέψη και προβληματισμός. Με τη χαρακτηριστική λεπτή ειρωνία του, την οποία πολλοί μελετητές και σύγχρονοί του θεωρούν ως μέσο αυτοάμυνας του ποιητή, καυτηριάζει και σατιρίζει πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα και το ίδιο το κοινωνικό κατεστημένο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός πως πλήθος είναι οι ποιητές που υιοθετούν τη στάση του Καρυωτάκη, τον λεγόμενο καρυωτακισμό, όπως συνέβαινε παλιότερα με το ρομαντισμό.

Οποιοδήποτε ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας που μπορεί να υπάρχει στους προηγούμενους ποιητές έχει εξαφανιστεί στον Καρυωτάκη. Εδώ εντοπίζεται ένας πληθωρικός πόθος ζωής και μια τρομερή αίσθηση του μάταιου και του χαμένου. Το χαρακτηριστικό του σαρκασμού σφραγίζει με μια ιδιαίτερη πικρία όλη του την ποίηση. «Κάθε πραγματικότις μου ήταν αποκρουστική», έγραφε ο ίδιος.

Ο «Μεγάλος Ποιητής», όπως τον αποκάλεσε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, είναι ο Ιδανικός Αυτόχειρας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα αφού διάλεξε να τερματίσει τη ζωή του με ένα περίστροφο κάτω από έναν ευκάλυπτο της Πρέβεζας το 1928 σε ηλικία 32 ετών, έχοντας πάνω του ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε:

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότις μου ήταν αποκρουστική.

Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! Είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.

Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Ολη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Οι τρεις ποιητικές συλλογές «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921), «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927) δεν έδωσαν τροφή για ενασχόληση μόνο στους φιλολόγους, τους κριτικούς λογοτεχνίας και τους φανατικούς αναγνώστες της υψηλής καρυωτακικής ποίησης αλλά και σε πολλούς συνθέτες και ερμηνευτές που επένδυσαν τα ποιήματα του μελαγχολικού ποιητή, τόσο με τις πληθωρικές μελωδίες όσο και με τις εκφραστικές ερμηνείες τους. Από τους λαϊκότροπους δρόμους του Γιάννη Σπανού έως τη ροκ ματιά του συγκροτήματος Υπόγεια Ρεύματα, από τις μελοποιήσεις για χάρη τηλεοπτικής σειράς και κινηματογραφικής ταινίας έως την καρμική σχέση του αυτόχειρα ποιητή με τη συνθέτρια Λένα Πλάτωνος, όπως φανερώνει το πεισιθάνατο κλίμα και των δεκατριών συνθέσεών της, εμποτισμένες με την αιθέρια φωνή της Σαββίνας Γιαννάτου, τις υπαινικτικά ροκ ενορχηστρώσεις και τις ψυχεδελικής υφής μελωδίες της, η ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη αποδεικνύει για μια ακόμη φορά την απαράμιλλα ασίγαστη επίδρασή της.
Τη στιγμή που στην Ευρώπη κυριαρχούν οι λεγόμενοι καταραμένοι ποιητές, η ποιητική γενιά του 1920, στην οποία εντάσσεται και ο ποιητής μας, παρουσιάζει ένα πλέγμα από πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά προβλήματα, ο αντίκτυπος των οποίων αποτυπώνεται στα ποιητικά δημιουργήματα αυτής της γενιάς. Οι ποιητές αλλά και οι πεζογράφοι της εποχής είναι γνωστοί κυρίως για την απαισιοδοξία τους, τη στρατευμένη τέχνη τους και την αντίσταση στο καθολικό σύνολο. Είναι λοιπόν ενταγμένοι στη γενιά αυτή όλοι όσοι αντιστέκονται στο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής τους και κατά συνέπεια βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Άγγελου Τερζάκη σε μια επιφυλλίδα το 1963 όπου μιλά για μια δραματική γενιά που στο σύνολό της κάνει λόγο για τον έρωτα και τη μελλούμενη κοινωνική επανάσταση. Οι ποιητές της γενιάς εκφράζουν την άρνησή τους να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα της εποχής, μέσα από έναν αδιάλειπτα ψυχικό κάματο και μια δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα.

Εκτός από τα παραδοσιακά λογοτεχνικά ρεύματα που ακολουθούν, πορεύονται στα χνάρια του συμβολισμού που εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα και αποτελεί αντίδραση στον παρνασσισμό που χρησιμοποιείται συχνά από τον εκπρόσωπο της γενιάς, Κώστα Βάρναλη. Ο συμβολισμός δεν αντλεί τα θέματά του από την εξωτερική πραγματικότητα αλλά από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και τα συναισθήματά του. Ο εξωτερικός κόσμος γίνεται σύμβολο της ατομικής ζωής, οι ψυχικές καταστάσεις συσχετίζονται με τα πράγματα που γίνονται σύμβολα.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

Μαρία Αδ. Κωνσταντίνου

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: