Warning: chmod(): Operation not permitted in /home/545817.cloudwaysapps.com/bqgtemsqzq/public_html/wp-admin/includes/class-wp-filesystem-direct.php on line 173
Οι νέοι έχουν πολιτική άποψη - AgrinioVOICE.gr

Οι νέοι έχουν πολιτική άποψη

Ανοιχτό γράμμα στην επιστολή μιας αριστούχας μαθήτριας που έκοψε το φροντιστήριο

Ως ένσταση στο θέμα με τίτλο «για όλα φταίνε οι πολιτικοί…» που δημοσιεύσαμε στο AgrinioVoice και με την σημείωση ότι «τα παιδιά έχουν άποψη», η αναγνώστριά μας Ροζαρία Ρόμπολα, μας έστειλε μια επιστολή (που δημοσιεύτηκε στο logioshermes.blogspot.com) μιας μαθήτριας Τρίτης Τάξης Γυμνασίου. Για όποιον διάβασε το θέμα εκείνο ή για όποιον θέλει να το διαβάσει στο AgrinioVoice.gr, θα παραθέσουμε αυτούσια την επιστολή και θα σημειώσουμε παρακάτω κάποιες από τις σκέψεις που κάναμε με αφορμή τα λεγόμενα αυτού του άγνωστου για μας αποκαρδιωμένου κοριτσιού που γράφει αυτά τα σπαρακτικά λόγια. Η επιστολή του παιδιού έχει ως εξής:

“Είμαι μαθήτρια της Γ’ γυμνασίου. Αποφάσισα να σας στείλω αυτό το e-mail διότι την μητέρα μου δεν την ακούει κανείς. Μεγάλωσα χωρίς πατέρα, διότι έτσι ήθελε ο Θεός, επίσης δεν γνώρισα ούτε τον αδελφό μου από θέλημα Θεού. Η μητέρα μου είναι καρκινοπαθής και αιμορροφιλική (νόσο Von. Willebrand). Το επίδομα της πρόνοιας δεν το έλαβε, την περνούν λέει επιτροπή (ΚΕΠΑ). Της κόβουν την αναπηρική σύνταξη από το ΙΚΑ (235 ευρώ). Μου έκοψε τα αγγλικά και τα ισπανικά και φυσικά δεν έχουμε πλέον να πληρώσουμε τα καθημερινά μας έξοδα. Ψάχνει να βρει δουλειά, μα φυσικά δεν βρίσκει, και αυτές που βρίσκει, δεν την παίρνουν για τους παραπάνω λόγους. Θα μπορούσε να δουλέψει και ας ρισκάρει την υγεία της.

Απευθύνομαι σε εσάς, επειδή εσείς μιλάτε κάθε μέρα σε αυτούς τους πολιτικούς που εγώ δεν μπορώ. Θα ήθελα να τους πείτε:

Ευχαριστώ που είμαι 15 χρονών μαθήτρια του 19,5 και σκέφτομαι να παρατήσω το σχολείο και να ψάξω για μια δουλειά. Ευχαριστώ διότι αναγκάζομαι να βλέπω την μητέρα μου να καταρρέει μέρα με τη μέρα. Ευχαριστώ που δεν έχω τα απαραίτητα για να επιβιώσω. Ευχαριστώ που δεν μπορώ πλέον να ονειρεύομαι το οτιδήποτε. Ευχαριστώ που θέλω να πάρω τη μητέρα μου και να φύγουμε όχι σε άλλη χώρα αλλά σε άλλη ήπειρο. Πέστε τους επίσης ένα μεγάλο «ΜΠΡΑΒΟ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΤΕ» να μας ισοπεδώσετε και να μας οδηγήσετε σιγά – σιγά στην καταστροφή. Με εκτίμηση…”

Καλή μου άγνωστη άριστη μαθήτρια της Τρίτης Γυμνασίου…

… Επειδή η περίπτωσή σου απασχόλησε μια αναγνώστρια του θέματος που έγραψα για τους νέους, διάβασα με προσοχή την επιστολή σου προς το blog Λόγιος Ερμής και – παρά τους αμέτρητους δισταγμούς μου – αποφάσισα να κάνω μερικές από τις σκέψεις μου φωναχτά.

Δεν σου γράφω τώρα ως δημοσιογράφος ή αρθρογράφος. Τώρα, εδώ, θ’ απαντήσω αποκλειστικά και (κατ’ ανάγκη) δημόσια ως πατέρας δύο παιδιών, λίγο μεγαλύτερων από σένα, τα οποία επίσης αγωνιούν όπως κι εσύ για το αύριο. Θα σου μιλήσω, όπως μιλούσα σ’ αυτά τότε που μου έβαζαν τέτοια θέματα για συζήτηση ή τους έβαζα εγώ για να πουν εκείνα τη γνώμη τους.

Υποθέτω δεν θέλεις να σου χαϊδέψει κανείς τ’ αυτιά. Είσαι ήδη αρκετά μεγάλη και (μέσα από τις δυσκολίες που περνάς) πολύ ώριμη, άρα οφείλει ο καθένας να σε αντιμετωπίσει ως ισότιμο συνομιλητή.

Θα σου πω ειλικρινά, ότι το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα διαβάζοντας το γράμμα σου, ήταν: Μακάρι να ήμουν εγώ ο υπεύθυνος εκείνος κρατικός λειτουργός της ευνομούμενης εκείνης Πολιτείας, ο οποίος θα είχα την υποχρέωση να τρέξω αμέσως και να εξετάσω από κοντά το οικογενειακό θέμα που δημοσιοποιείς. Δεν είμαι όμως. Ως πολίτης λοιπόν (τι άλλο μπορώ να κάμω;) στέκομαι νοερά δίπλα σου και καταγγέλλω στον ίδιο τόνο, με την ίδια ένταση, την αναίσθητη και άστοργη αυτή νεολληνική Πολιτεία, η οποία τυχαίνει να είναι κοινή μας πατρίδα.

Αφού λοιπόν δε μπορώ να κάνω τίποτε άλλο επ’ αυτού, πέρ’ από κείνο που κάνεις η ίδια, θα επιχειρήσω κατ’ αρχήν να σε παρηγορήσω με μια δική μου αντίστοιχη ιστορία, όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να σου δώσω το μήνυμα, ότι νοιώθω αυτά που λες, τα περνάω από την ψυχή μου, όχι μόνο απ’ το μυαλό μου:

Το 1970, στην ίδια ηλικία με σένα σήμερα, ήμουν κι εγώ της ίδιας ποιότητας μαθητής με σένα. Κι επειδή δεν είχα κανένα εισόδημα, καμία βοήθεια από τους πάμφτωχους, ακτήμονες, άμισθους, ανασφάλιστους, άνεργους, άστεγους, αγρότες γονείς μου (ζούσαμε σε ένα καλύβι 3χ3 αυτοί και τέσσερα μικρά παιδιά, χωρίς ψυγείο) δεν είχα ούτε δραχμή, πήρα το λεωφορείο κι έφυγα στην Αθήνα, με ό,τι φορούσα, τίποτε άλλο, ζούσα σε μία τρώγλη, κοιμόμουν χωρίς σκεπάσματα σ’ ένα σιδεροκρέβατο φτιαγμένο από αντιπλημμυρικό σύρμα, πάνω σ’ ένα φθαρμένο παλιό στρώμα γεμάτο κοριούς, εκεί διάβαζα ξαπλωτός για να μην κουνιέμαι και… πεινάω, έδινα εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και ήμουν έναν ολόκληρο μήνα νηστικός, μόνο νερό έπινα από την κοινόχρηστη τουαλέτα, κι όταν έδωσα το τελευταίο μάθημα (έγραφα στην Ακαδημία Πλάτωνος, στην Αθήνα) τελειώνοντας τον Γολγοθά μου, έπεσα στα σκαλιά λιπόθυμος από την πείνα και μ’ έβαλαν κάτω από μία βρύση για να συνέλθω.

Μπήκα στην Πάντειο το 1974. Έπιασα δουλειά σε εργοστάσιο. Έδιναν στους φοιτητές κουπόνια σίτισης 25 δραχμές τη μέρα (0,07 ευρώ). Όταν πήγα να τα πάρω, έπρεπε να υπογράψω μία δήλωση ότι δεν εργάζομαι. Υπήρχε η απειλή ότι «αν συλληφθείτε να εργάζεστε, θα αποβληθείτε από την Σχολή».

Στις 3 Ιανουαρίου 1976 έπαθα εργατικό ατύχημα. Παρά τρίχα να χάσω τη ζωή μου. Ένα χρόνο ζούσα με το επίδομα του ΙΚΑ. Κι όταν έπρεπε να το ανανεώσω για ένα χρόνο ακόμα, αν και η αναπηρία στο χέρι μου υπερέβαινε κατά πολύ το όριο του 67%, όπως μου είπε ο πρόεδρος της Επιτροπής, δεν μπορούσαν να μου το δώσουν, επειδή, λέει, ήμουν φοιτητής και όχι εργάτης.

Από τη μια η Πολιτεία δεν μου έδινε τα κουπόνια σίτισης επειδή εργαζόμουν κι από την άλλη δεν μου έδινε το επίδομα επειδή ήμουν φοιτητής.

Αν, καλή μου άγνωστη άριστη μαθήτρια της Τρίτης Γυμνασίου, με αυτά που σου διηγήθηκα σε πήρα με το μέρος μου, αν έγινα «δικός σου άνθρωπος», επίτρεψέ μου να σου μιλήσω με τη γλώσσα του ομοιοπαθούς και όχι κανενός εξυπνάκια.

Άκουσέ με, καλή μου…

Σου το λέω χωρίς περιστροφές, έτσι όπως αρμόζει σε πολεμιστές, όπως εσύ κι εγώ: Ψάξε για δουλειά, όμως μην παρατήσεις το σχολείο σου. Δεν είσαι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία που θα δουλεύεις και θα σπουδάζεις. Η δοκιμασία που περνάς για την υγεία της μητέρας σου, σκέψου ότι είναι απείρως μικρότερη από την δοκιμασία που περνά εκείνη, όταν είναι μπροστά στην ωμή αλήθεια να μη μπορεί να προσφέρει στο παιδί της αυτά που δικαιούται. Της αξίζει λοιπόν ένα μεγαλείο ψυχής εκ μέρους σου. Αν δακρύσει από τον ηρωισμό σου αυτόν, δεν πειράζει να δακρύσεις κι εσύ, αυτό θα σας ενώσει ενώπιον του Θεού, στον οποίο, καθώς δείχνει η αναφορά σου σ’ Αυτόν, πιστεύεις ακράδαντα. Σου ζητώ την άδεια όμως για να σημειώσω με έμφαση, ότι αποκλείεται να ήθελε ο Θεός να μείνεις χωρίς πατέρα και να μη γνωρίσεις τον αδελφό σου. Για τόσο μοχθηρό τον έχεις το Θεό; Τι νομίζεις; Ότι ξύπνησε ένα πρωί εκεί πάνω στον ουρανό και είπε «τι να κάμω σήμερα, σε ποιον να κάμω τη ζωή δύσκολη… ας την κάνω σ’ εκείνη την καλή μαθήτρια της Τρίτης Γυμνασίου…»; Υπάρχει περίπτωση να έγινε έτσι; Σε διαβεβαιώ πως όχι! Σου το λέω εγώ, καλή μου, που πέρασα πολλά και πολύ χειρότερα από τα δικά σου: Αποκλείεται. Ο Θεός δεν κάνει τέτοια. Ποτέ. Γιατί λοιπόν τον κατηγορείς; Ξέρω. Εσύ το γράφεις ως έκφραση πίστης, αλλά, να το ξέρεις, τις μεγαλύτερες ύβρεις απέναντι στο Θεό τις διατυπώνουν εκείνοι που νομίζουν ότι πιστεύουν σ’ Αυτόν…

Γιατί λες «ευχαριστώ που δεν έχω τα απαραίτητα για να επιβιώσω»; Ποιον ευχαριστείς, καλή μου; Θεωρείς ότι υπάρχει κάποιος κακός που συνωμότησε εναντίον σου κι εσύ μέσα στη συγχώρεση που οφείλεις για τον εχθρό σου, πρέπει να του πεις κι «ευχαριστώ» από πάνω; Τι κάνεις; Άκουσες εκείνο το «άμα σε χτυπήσουν από το αριστερό μάγουλο, στρέψε και το δεξί» και το έδεσες κόμπο! Θα σου το πω ευθέως εγώ, δεν θα στρογγυλέψω τα λόγια μου, διότι έτσι κάνουν οι πολεμιστές προς τους συμπολεμιστές τους: Αυτό το «ευχαριστώ» που λες αόριστα κι επαναλαμβάνεις λυπητερά στην επιστολή σου, μαρτυράει μια αυτολύπηση, στην οποία βυθίστηκες. Ή σε βύθισαν, δεν έχει σημασία. Κοίτα: Αν βρεις μια δουλειά, θα βρεις τα απαραίτητα και θα επιβιώσεις. Να είσαι σίγουρη. Αλλά μην περιμένεις να σου δώσουν οι άλλοι δουλειά και τον μισθό από τη δουλειά. Γίνει εργοδότης του εαυτού σου. Δεν ξέρω πού είσαι, πού μένεις, σε ποιο περιβάλλον για να σε συμβουλέψω ανάλογα, θα σου μιλήσω λοιπόν λίγο γενικά περί της δουλειάς, θα σου πω κάτι που έκαμα εγώ μια φορά, όταν δεν έβρισκα πουθενά δουλειά και πεινούσα: Πήρα ένα καλό και χρήσιμο βιβλίο, ήταν ένα βιβλίο με βότανα, θυμάμαι, το βρήκα σε μια αποθήκη κάποιου εκδοτικού οίκου στην Αθήνα, βγήκα στην πιάτσα και το πούλαγα. Κι έζησα. Βρες κάτι άλλο, αρκεί να είναι χρήσιμο, βγες και πούλα το, κάνε τη μικρή σου επιχείρηση, αυτό θα σου δείξει ότι μπορείς να κάνεις μετά μια μεγαλύτερη επιχείρηση, αυτό που λείπει από την κοινή μας πατρίδα δεν είναι η θέση εργασίας που έπρεπε δήθεν να υπάρχει για τον καθένα μας, αλλά η αρετή του επιχειρείν, το σθένος να γίνουμε οι ίδιοι εργοδότες του εαυτού μας, κι αν είμαστε ικανοί επιχειρηματίες να δημιουργήσουμε και μερικές άλλες θέσεις εργασίας για όσους δεν μπορούν και ψάχνουν έτοιμες. Εσύ, καλή μου άγνωστη άριστη μαθήτρια της Τρίτης Γυμνασίου, σε ποια κατηγορία ανήκεις; Πρέπει ν’ αποφασίσεις σε ποια κατηγορία ανήκεις. Τώρα, αμέσως. Αν ανήκεις σ’ εκείνους που δεν μπορούν να φτιάξουν μία θέση εργασίας για τον εαυτό τους, τότε θα πρέπει να περιμένεις κάποιον άλλο εξυπνότερο που θα το κάνει για λογαριασμό σου. Αν όμως ανήκεις σ’ εκείνους που «πιάνουν τον ταύρο από τα κέρατα», τότε, δεν θα φτιάξεις μόνο μια θέση εργασίας για σένα, αλλά για πολλούς άλλους. Ίσως και για λίγους, αλλά δεν έχει σημασία.

Και μετά, λες, «ευχαριστώ που δεν μπορώ πλέον να ονειρεύομαι το οτιδήποτε». Μιλάς σοβαρά; Μήπως υπερβάλεις; Μήπως είσαι αμετροεπής; Σίγουρα δεν ονειρεύεσαι το πρώτο σου ραντεβού με το αγόρι των ονείρων σου; Όχι; Δεν σε πιστεύω, καλή μου! Και το αγόρι ονειρεύεσαι, κι ένα σωρό άλλα ονειρεύεσαι, που τα ξέρω, αλλά δεν θα τα μαρτυρήσω… Μη λες λοιπόν ψέματα. Οι πολεμιστές, οι πολεμίστριες, δε λένε ποτέ ψέματα. Μιλάνε στα ίσα. Μιλάνε σταράτα. Λένε το ναι, ναι. Και το ου, ου!

Τι προσπαθείς να κάνεις με όσα γράφεις; Προσπαθείς να σε λυπηθούν; Ποιοι; Αυτοί οι καραγκιόζηδες; Τι λες τώρα παιδί μου… Αυτοί δεν ξέρουν να λυπούνται, αλλά και να ήξεραν, δεν έπρεπε να καταδεχτείς τίποτε από τον οίκτο τους. Ό,τι και να σου δώσουν, να τους το πετάξεις στα μούτρα. Στη ζωή, μόνο αυτό που κατακτάς με το σπαθί σου έχει αξία. Ότι πολλοί γύρω σου τα κατάφεραν με το γλείψιμο και την κολακεία, άλλοτε με την απειλή και τον εκβιασμό, άλλοτε με τη συναλλαγή και το ξεπούλημα της ψυχής τους, δεν σημαίνει ότι είναι ο σωστός δρόμος να βρεις εσύ ή η μητέρα σου εργασία. Το θέμα είναι ποιον δρόμο διαλέγεις εσύ, ποια μέθοδο απόχτησης αγαθών επιλέγεις. Κι εκεί που δοκιμάζεται η πολεμική σου αρετή, δεν είναι στα δύσκολα χρόνια, τα τωρινά, αλλά στα εύκολα, τα παλιότερα, τότε που άπλωνες το χέρι σου στα τυφλά και γέμιζε πρόθυμα από τους εμπόρους ψυχών που περίμεναν άγρυπνοι ν’ αγοράσουν. Όμως ήρθαν τα δύσκολα χρόνια. Τώρα, όσο και να ικετεύεις για μια θέση εργασίας, κανείς δεν θα σου τη δώσει, αν η εργασία που θα προσφέρεις δεν αποδίδει τα διπλά απ’ όσο θα του κοστίζει. Είναι άγραφος νόμος αυτό και θα ήταν χρήσιμο πολύ να τον μάθεις. Επίσης κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ψήφο σου, επειδή δεν μπορεί να την ανταλλάξει με μία θέση εργασίας στο δημόσιο ή μ’ ένα επίδομα, γι’ αυτό και ψάχνει μόνο την ψήφο του κορόιδου, αφού αυτήν δεν την πληρώνει, την παίρνει για ιδεολογικούς λόγους…

Καταλαβαίνεις τι σου λέω, έτσι δεν είναι;

Έχω κι άλλα να σου πω από ψυχής. Θα σε ρωτήσω ευθέως, καλή μου άγνωστη άριστη μαθήτρια της Τρίτης Γυμνασίου: Γιατί νομίζεις ότι αποτελεί απώλεια η διακοπή φροντιστηρίου στα Αγγλικά και τα Ισπανικά; Το παρουσιάζεις σα να γκρεμίστηκε ο κόσμος όλος. Γιατί νομίζεις ότι η μόνη οδός είναι να μπεις στο Πανεπιστήμιο και να σπουδάσεις; Τι νομίζεις ότι θα πετύχεις μ’ αυτό; Θα γίνεις κι εσύ μία από το ενάμισι εκατομμύριο πτυχιούχους Πανεπιστημίου που είναι άνεργοι και ελάχιστοι από αυτούς θα βρουν δουλειά στον κλάδο που σπούδασαν. Άκου κάτι, σου το λέω καθαρά και ξάστερα: Η απόχτηση γνώσεων από το Δημοτικό σχολείο, το Γυμνάσιο, το Λύκειο, το Πανεπιστήμιο, βεβαίως και από το φροντιστήριο που συνοδεύει όλα αυτά, έχει εμπορευματοποιηθεί, είναι ένα απλό εμπόρευμα, άνοστο πια και ανούσιο, ανίκανο ακόμα και για επαγγελματική αποκατάσταση, χώρια ότι όλες αυτές οι γνώσεις δεν έχουν καμία σχέση με τη μόρφωση και την (αληθινή) Παιδεία. Αν θέλεις αληθινή μόρφωση, εκείνη τη μόρφωση που θα σε κάνει ανώτερο άνθρωπο, ένα σκεπτόμενο και πνευματικό ον, σου το λέω, δεν είναι ούτε τ’ Αγγλικά, ούτε τα Ισπανικά, ούτε άλλη ξένη γλώσσα, δεν είναι τα πτυχία του πανεπιστημίου, ιδίως αυτών των αθλίων πανεπιστημίων που διαθέτει αυτή η άθλια χώρα… Είναι το διάβασμα, η μελέτη των αθάνατων έργων μεγάλων μορφών της Επιστήμης, της Τέχνης, και των Γραμμάτων. Αυτό θα σε υψώσει στην ανώτερη σφαίρα, όχι το πτυχίο των Αγγλικών και των Ισπανικών, καλά έκαμες και τα έκοψες, μόνο που πρέπει να καταλάβεις ότι έπρεπε να τα κόψεις από τότε που μπορούσε η μαμά σου να τα πληρώνει, διότι, μπορεί να μην είναι άχρηστα, είναι όμως υπό τις παρούσες συνθήκες ΠΕΡΙΤΤΑ.

Δεν τελείωσα. Αν αντέχεις ακόμα και είσαι εδώ να διαβάζεις τις σκέψεις ενός ομοιοπαθούς πολεμιστή, θα σου πω λίγα ακόμα:

Γράφεις: «Ευχαριστώ που θέλω να πάρω τη μητέρα μου και να φύγουμε όχι σε άλλη χώρα, αλλά σε άλλη ήπειρο».

Κοίτα… Μπορείς να φαντασιώνεσαι ό,τι φαντασιώνεται ο πάσα πικραμένος. Να φύγει από δω. Θα σου έλεγα όμως να διαβάσεις ένα αριστουργηματικό διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη για κάποιον που μπούχτησε κι ήθελε να φύγει μακριά… Αλήθεια, έχεις διαβάσει καθόλου Σαμαράκη; Τον ξέρεις; Ψάξε και βρες το διήγημα που σου λέω, θα καταλάβεις. Μέχρι τότε όμως… έχω μερικές ερωτήσεις για σένα που θα ήθελα να τις απαντήσεις στον εαυτό σου:

Νομίζεις ότι σε άλλη ήπειρο θα σου το έχουν στρωμένο; Νομίζεις δηλαδή ότι το πρόβλημα που υπάρχει εδώ στην Ελλάδα, είναι μόνο Ελληνικό, νομίζεις ότι σε άλλες ηπείρους δεν συμβαίνουν αυτά τα άθλια πράγματα που σε βασανίζουν;

Και πάλι σου το λέω ευθέως, καλή μου: Κάνεις λάθος! Το πρόβλημα είναι παντού. Διαπερνά τον πλανήτη ολόκληρο. Ενημερώσου. Είναι ανάγκη να μάθεις τι συμβαίνει στον κόσμο. Διότι δεν είσαι ενημερωμένη. Είναι φανερό ότι κολυμπάς σε πελάγη άγνοιας. Και μην προσβάλλεσαι απ’ αυτό! Όταν πρωτομπήκα στην Πάντειο, ένοιωθα ότι ήμουν σπουδαίος. Τότε μπαίναμε στο Πανεπιστήμιο ένας στους δέκα, όχι όπως σήμερα που μπαίνουν ένας στους δύο. Όλα τα παιδιά τότε που πετυχαίναμε στο Πανεπιστήμιο, νομίζαμε ότι αποτελούσαμε την αφρόκρεμα της Ελληνικής νεολαίας. Μ’ αυτή την έπαρση πήγα στην πρώτη διάλεξη. Μπήκα στο γεμάτο αμφιθέατρο. Ένοιωθα, θυμάμαι, βασιλιάς. Ανέβηκε ο καθηγητής στην έδρα, καθηγητής πολιτικής επιστήμης, Γεώργιος Βλάχος ονόματι. Μας καλωσόρισε στη Σχολή λέγοντας ωμά: «Νομίζετε ότι είστε κάποιοι… Εγώ θα σας πω ότι είστε αγράμματοι. Μπορεί να ήρθατε εδώ, αλλά δεν ξέρετε τίποτα, στο σχολείο δεν μάθατε τίποτα…».

Παγώσαμε, όπως καταλαβαίνεις. Έπεσε μια βαριά σιωπή στο αμφιθέατρο, δεν ακουγόταν κιχ. Εμείς, οι αριστούχοι και οι αριστεύσαντες, που μπήκαμε στο Πανεπιστήμιο με αυστηρή διαλογή, ένας στους δέκα και όχι ένας στους δύο, ήμασταν τούβλα; Ναι, ήμασταν. Το καταλάβαμε αργότερα. Εγώ δηλαδή το κατάλαβα αργότερα. Και τότε άρχισα να διαβάζω ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Τότε έμαθα ότι τα 19,5 του σχολείου, ακόμα και τότε που έφτυνες αίμα για να το πάρεις, όχι όπως σήμερα που τα σκορπάνε οι καθηγητές σα μαρουλόφυλλα, ήταν μία φενάκη, μία ψευδαίσθηση, μια αυταπάτη. Το ίδιο συμβαίνει και με το δικό σου 19,5… Γι’ αυτό σου το ξαναλέω: Μην πιστεύεις ότι, επειδή έχεις 19,5 σου οφείλει κανείς κάτι. Μην πιστέψεις ποτέ ότι, επειδή είσαι αριστούχα, σου χρωστά η Πολιτεία μια καλή θέση εργασίας κι έναν καλό μισθό. Ο μισθός δεν θα έρθει από τους βαθμούς. Θα έρθει από τη Γνώση. Όχι αυτή που αποχτάς σ’ αυτό το άθλιο Σχολείο αυτού του αθλίου κράτους, αυτή δεν είναι Γνώση, μάθε το, είναι στραβομάρα σκέτη, το Σχολείο αυτό (με το 19,5) δεν επιβραβεύει την αξία σου, αλλά την άγνοιά σου.

Ας γυρίσουμε όμως στο βασικό θέμα.

Γράφεις για τη μαμά σου, ότι «το επίδομα της πρόνοιας δεν το έλαβε, την περνούν λέει επιτροπή». Κακό κι αυτό, ε; Είναι τάχα κακό που η Πολιτεία θέλει να τσεκάρει αν παίρνει δίκαια ή άδικα το επίδομα η μαμά σου, μετά από τόσα παράνομα που έγιναν; Δεν έχεις ακούσει για τους τυφλούς ταξιτζήδες ή για τα «επιδόματα – μαϊμού»; Θα έπρεπε να χαίρεσαι που η Πολιτεία αποφάσισε επιτέλους να κάνει έλεγχο. Άλλωστε δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι, αν η μαμά σου παίρνει το επίδομα δίκαια. Ακόμα και να το έκοψαν, είναι παροδικό, θα της το ξαναδώσουν. Εσύ, ως πολίτης, που σε λίγο θα έχεις δικαίωμα ψήφου, οφείλεις να επαινείς την Πολιτεία για τον έλεγχο των επιδομάτων και όχι να την ψέγεις. Είναι σωστό να κατηγορούμε τους πολιτικούς για όλα τα λάθη που κάνουν, να μην τους κατηγορούμε όμως και για τα σωστά, επειδή έτσι σκάβουμε τον τάφο της Ελλάδας (και τον δικό μας) με τα ίδια μας τα χέρια. Είναι δε παράξενο να το κάνει αυτό μία αριστούχος μαθήτρια, διότι αριστούχος σημαίνει να καταλαβαίνεις αυτά τα αυτονόητα και τα στοιχειώδη, δεν είσαι αριστούχος επειδή αποσπάς 19,5 από τους καθηγητές σου, σε πληροφόρησαν λάθος όλοι όσοι το υποστήριξαν αυτό, διότι το πιθανότερο είναι να το πετυχαίνεις διαβάζοντας παπαγαλία, χωρίς καθόλου να εξασκείς την κριτική σου σκέψη (και φαίνεται αυτό από την επιστολή σου) γεγονός που μετατρέπει σε απολύτως άχρηστα εφόδια και τα Αγγλικά και τα Ισπανικά και το 19,5…

Λες ότι θα πάρεις τη μητέρα σου και θα φύγεις σε άλλη Ήπειρο. Πού θα προτιμούσες; Στην Αφρική ή την Ασία; Αλλ’ ας πάρουμε την καλύτερη περίπτωση, την Αμερική. Βόρεια ή Νότια; Ε, την Βόρεια. Ωραία! Λοιπόν, που λες, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στη μητρόπολη του καπιταλισμού, στην πλουσιότερη και την πιο οργανωμένη χώρα του κόσμου, σαράντα εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν και επιβιώνουν με τα συσσίτια. Στρατιές αστέγων και πειναλέων ανθρώπων ζουν μέσα στη χλεύη και την ταπείνωση. Πολλοί απ’ αυτούς, πρώην καλοζωισμένοι γιάπηδες, συγκροτούν συμμορίες και ληστεύουν για ένα καρβέλι ψωμί… Πάψε λοιπόν, εσύ και τ’ άλλα παιδιά, πάψτε να λέτε αυτή την άνοστη καραμέλα, ότι «θα φύγουμε». Είναι λόγια του αέρα, παιδί μου… Τα λένε μόνο οι αδαείς και οι άφρονες. Διότι το πρόβλημα που βιώνουμε εδώ στην Ελλάδα, είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα, είναι δομικό στοιχείο του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, θα το ήξερες αν ΔΕΝ ήσουν άριστη στο Σχολείο.

Πουθενά λοιπόν δεν είναι καλύτερα. Κι αυτό σημαίνει ότι: Μένουμε εδώ. Δίνουμε τη μάχη μας, νέοι και γέροι για τη ζωή, για την πατρίδα, για τον κόσμο.

Κι αφού ξεκαθαρίσαμε αυτά τα ζητήματα, ελπίζω δηλαδή ότι τα ξεκαθαρίσαμε, φτάνω στο τελευταίο σου λόγο, όπου απευθυνόμενη στο blog που, υποτίθεται, μιλά με τους πολιτικούς, λες:

“Πέστε τους επίσης ένα μεγάλο «ΜΠΡΑΒΟ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΤΕ» να μας ισοπεδώσετε και να μας οδηγήσετε σιγά – σιγά στην καταστροφή”.

Καλή μου άγνωστη άριστη μαθήτρια της Τρίτης Γυμνασίου…

… έλαβα γνώση της επιστολής από μια κυρία που διάβασε ένα άρθρο που είχα γράψει κι έλεγα για το τι πιστεύουν οι νέοι περί πολιτικής. Θα ήταν καλό να το διαβάσεις κι εσύ. Θα το βρεις στο AgrinioVoice.gr με τον ειρωνικό τίτλο «για όλα φταίνε οι πολιτικοί…». Η κυρία που σχολίασε το άρθρο μου, επικαλέστηκε την επιστολή σου, σχολιάζοντας ότι οι νέοι που βιώνουν την κρίση, έχουν άποψη.

Εγώ θα σου πω, παιδί μου, ότι δεν έχεις καμία άποψη, ούτε για την πολιτική, ούτε για τη ζωή. Και πρέπει ν’ αποχτήσεις. Περνάς αυτά τα εφιαλτικά πράγματα, για τα οποία θλίβομαι, όμως άποψη δεν έχεις. Και θέλω να συζητήσουμε λίγο ακόμα το θέμα: Ποιοι νομίζεις ότι είναι οι πολιτικοί;

Νομίζεις ότι, όπως και ο Θεός που λέγαμε στην αρχή, ξύπνησαν ένα πρωί και είπε ο καθένας τους «τι να κάμω σήμερα, σε ποιον να κάμω τη ζωή δύσκολη… ας την κάνω σ’ εκείνη την καλή μαθήτρια της Τρίτης Γυμνασίου…»;

Αυτό πιστεύεις;

Θέλεις να πεις, ότι, αν ήσουν εσύ πολιτικός (που μπορεί κάποτε να γίνεις) θα τα έκανες καλύτερα απ’ ό,τι τα έκαμαν εκείνοι; Γιατί άραγε αυτοί τα έκαμαν μαντάρα; Γιατί μας ισοπέδωσαν; Γιατί μας οδήγησαν σιγά – σιγά στην καταστροφή;

Προφανώς το έκαμαν από ανικανότητα. Ε, τότε, ας τους αλλάξουμε. Διότι εμείς τους εκλέγουμε. Όχι. Το έκαμαν από αδιαφορία για το λαό. Ε, τότε ας εκλέξουμε εκείνους που ενδιαφέρονται για το λαό. Όχι. Το έκαμαν, επειδή είναι προδότες. Και θέλουν κρέμασμα στο Σύνταγμα.

Είναι προδότες λοιπόν… Και ισοπεδώνουν καλά και αριστούχα κοριτσάκια όπως εσύ. Τότε… τους πρέπει όντως κρεμάλα… Να τους κρεμάσουμε. Πρώτος εγώ. Θα πάμε μαζί με όλους τους ισοπεδωμένους και τους κατεστραμμένους στο Σύνταγμα, έξω από τη Βουλή, θα μπουκάρουμε μέσα, θα τους πιάσουμε και θα τους σύρουμε έξω σαν άδεια σακιά. Θέλω να μου πεις ένα πράγμα μονάχα: Ποιους θα βάλουμε στη θέση τους… Όταν θα καταργήσουμε αυτούς τους άχρηστους 300 πολιτικούς της Βουλής, όταν θα τους κρεμάσουμε ανάποδα, ποιους θα βάλουμε να μας διοικήσουν.

Δεν ξέρεις; Αν δεν ξέρεις, σημαίνει ότι πρέπει να κάτσουμε στ’ αυγά μας. Για να μην προκαλέσουμε εμείς μεγαλύτερο κακό στην πατρίδα από το κακό που προξένησαν εκείνοι. Όχι μόνο. Να πάψουμε αμέσως να λέμε και τέτοιες αηδίες, όπως κάνουν όλοι αυτοί οι ανίδεοι που ρίχνουν μπαλωθιές στο γάμο του καραγκιόζη.

Θα σου εξηγήσω ακόμα ολίγα τινά περί πολιτικής, ως μεγαλύτερος που πόνεσε από το αφήγημά σου:

ΠΡΩΤΟΝ, οι περισσότεροι από τους 300, που ο λαός θα κρεμάσει κάποια ώρα στο Σύνταγμα, θα έχουν θητεία ενός ή δύο ή τριών ετών, ίσως και μερικών μηνών. Άρα δεν θα κρεμαστούν οι πρωταίτιοι, εκείνοι που επί χρόνια ασελγούσαν σε βάρος μας. Θα κρεμάσουμε όποιους βρούμε μπροστά μας. Το κρέμασμα αυτό θα είναι… συμβολικό!

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, δεν έχουν την ίδια ευθύνη όλοι οι 300. Πόσοι κυβέρνησαν απ’ αυτούς; Πόσοι έβαλαν την υπογραφή τους σε… αντιλαϊκά νομοσχέδια; Όλοι; Όχι! Άντε οι μισοί… Άρα μαζί με τους ενόχους θα κρεμάσουμε και τους αθώους.

ΤΡΙΤΟΝ, η Βουλή αντιπροσωπεύει μόλις το ένα τρίτο της εξουσίας. Είναι μόνο νομοθετικό σώμα. Ίδια ευθύνη με τη Βουλή έχουν οι άλλες δύο λειτουργίες του κράτους: Το Δικαστικό και το Εκτελεστικό. Το πρωτοείπε αυτό ο Μοντεσκιέ (1689 – 1755, τόσο παλιά) στο έργο του «το πνεύμα των Νόμων». Άρα κρεμώντας τους 300, ακόμα κι αν όλοι τους ήταν ένοχοι, θ’ αφήσουμε να ζουν ανενόχλητες και να βασιλεύουν απείραχτες οι άλλες δύο κακές κάκιστες εξουσίες. Ίσον, μια τρύπα στο νερό!

Έχεις ακούσει για τον Δον Κιχώτη που κυνηγούσε ανεμόμυλους; Ε, κάπως έτσι μιλάς! Και δεν είναι σωστό. Όταν μιλάμε, ιδιωτικά ή δημόσια, ο λόγος μας πρέπει ν’ αντιστοιχεί σε αληθινά γεγονότα και σε λογικές έννοιες.

Καλή μου, ίσως όλα αυτά που έγραψα παραπάνω, να είναι πολυτέλειες, όταν έχεις μπροστά σου το φάσμα των βιωτικών προβλημάτων. Είσαι μόλις δεκαπέντε χρονών, τόσο δεν είσαι; Θα τελειώσω λοιπόν τις γραμμένες σκέψεις μου με την εξής ιστορία:

Στην αρχαία Κίνα ένας φτωχός άνθρωπος έκαμε μια πολύ καλή πράξη και ο βασιλιάς ευχαριστημένος, διέταξε να τον φέρουνε μπροστά του. «Τι θέλεις να σου χαρίσω για το καλό που έκαμες;» τον ρώτησε. Ο άνθρωπος κοίταξε το τραπέζι του βασιλιά όπου ήταν όλα τα αγαθά, είδε τα μεγάλα ψημένα ψάρια που ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να φάει. Και είπε: «Πεινάω μεγαλειότατε. Θέλω να μου δώσεις να φάω ένα μεγάλο ψάρι». Ο βασιλιάς κάλεσε έναν υπηρέτη του, κάτι του είπε στ’ αυτί και σε λίγη ώρα ο υπηρέτης γύρισε κι έδωσε κάτι στον βασιλιά. Τότε αυτός κάλεσε τον πεινασμένο άνθρωπο κοντά του και του είπε στοργικά: «Αν σου δώσω να φας, όπως μου ζήτησες, θα είσαι χορτάτος για σήμερα. Όμως αύριο θα πεινάς πάλι. Εγώ λοιπόν θα σου κάμω ένα πολύ μεγαλύτερο δώρο: Θα σου δώσω ένα αγκίστρι. Για να μπορείς να ψαρεύεις κάθε μέρα, όλη σου τη ζωή, και να τρως όσα μεγάλα ψάρια γουστάρεις»…

Νόρα Καρατσικάκη - Κλινικός Διαιτολόγος - Διατροφολόγος