Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Νέτα σκέτα

Κοινοποίηση

polutexneio

Πάλι καλά! Ότι είμαστε ακόμα κοινωνία χωρίς να τρώει ο ένας τον άλλο, πάλι καλά! Καθότι, σύντροφε, με τόσες διχογνωμίες, θα έπρεπε ήδη να έχουμε ψοφήσει σαν τ’ αδέσποτα σκυλιά του δρόμου. Κι όμως… Ακόμα είμαστε όρθιοι, όπως και να το κάνεις, έχουμε ένα επίπεδο ζωής, θα ήταν και πολύ καλύτερο, αν ξέραμε, αν θυμόμασταν το χειρότερο.

Λέω αυτό κι έρχεται στο μυαλό η αφοριστική καταδίκη της γενιάς μου, των εξήντα, έρχεται στην οθόνη του μυαλού μου το αδυσώπητο “κατηγορώ” που διατυπώνουν οι γενιές των είκοσι, των τριάντα, των σαράντα, αυτή η έντονη ρητορεία που κατσαδιάζει τη “γενιά του Πολυτεχνείου”, τη γενιά μου δηλαδή…

Απολογούμενος να πω; Απολογούμενος! Εντάξει… Θέλω να πω στο σεβαστό ακροατήριο ότι, σήμερα, δεν γνωρίζω τι καλύτερο θα μπορούσα να κάνω για να τα βρεις στρωμένα κι έτοιμα σύντροφε! Αναρωτιέμαι πώς και από πού το χρώσταγε η γενιά μου στη γενιά σου! Ας υποθέσουμε όμως ότι, εξ ορισμού, η προηγούμενη γενιά χρωστάει στην επόμενη ένα καλύτερο επίπεδο ζωής. Να το δεχτώ! Κι έλα να διερευνήσουμε μαζί αν πέτυχα ή απέτυχα στην αποστολή μου, αν η γενιά μου δηλαδή πέτυχε στην αποστολή της να στρώσει το χαλί στις γενιές των σαράντα, των τριάντα, των είκοσι…

Θα είμαι σύντομος. Δεν θα σε κουράσω με φιλοσοφίες. Ένα κι ένα κάνουν δύο. Λοιπόν, άκου και κρίνε:

Ως παιδί, μέλος εξαμελούς οικογένειας, έζησα και μεγάλωσα σ’ ένα καλύβι εννιά τετραγωνικών μέτρων. Τα ρούχα που φορούσα ήταν τ’ αποφόρια μεγαλύτερων παιδιών του χωριού που δεν τους έκαναν πια. Δικό μου παντελόνι φόρεσα στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου. Μέχρι τη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου στο καλύβι μας δεν είχαμε ηλεκτρικό. Δεν είναι αυτονόητο για σένα και γι’ αυτό θα σημειώσω με έμφαση ότι δεν υπήρχε τηλεόραση, ούτε ψυγείο, ούτε πλυντήριο, ούτε τηλέφωνο, ούτε νερό, ούτε τουαλέτα, ούτε μπάνιο. Πώς γίνονταν όλα αυτά, καλύτερα να μη σου πω. Παπούτσια φόραγα μόνο όταν έπεφταν οι παγωνιές του χειμώνα, οκτώ μήνες το χρόνο μέχρι τα δεκαπέντε μου κυκλοφορούσα ξυπόλητος. Κι όταν λέμε “παπούτσια”, μη φανταστείς. Σκέτο καουτσούκ. Γαλότσες. Ήταν οι φτηνότερες.

Λοιπόν, που λες, δεν πήγα φροντιστήριο, εκτός από ένα μικρό διάστημα που με κάλεσε ένας πονόψυχος καθηγητής χωρίς να πληρώνω. Πέρασα στο πανεπιστήμιο. Κι όχι ένας στους δύο που περνάνε σήμερα, αλλά ένας στους δέκα. Σου λέει κάτι αυτό; Κι όταν έγινα φοιτητής, δούλεψα χαμάλης στου Ψυρρή, εργάτης στο εργοστάσιο, καφετζής, πλασιέ, πού να στα λέω…

Όταν κάποιοι συμφοιτητές και άλλοι φίλοι μου έγιναν στελέχη της κυβέρνησης, εγώ αρνήθηκα κάθε εύνοια και συνέχισα να εργάζομαι πότε ως αγρότης στη λαϊκή, πότε ως υπάλληλος με μισό μισθό και χωρίς ασφάλιστρα, αν και “διαβασμένος” όσο λίγοι.

Πέρασαν τα χρόνια, έφτασα τα εξήντα, στην Τράπεζα δεν είχα ποτέ ούτε μία δεκάρα κατάθεση για ώρα χρεία, όλη μου δε η περιουσία στο Ε9 είναι ένα οικόπεδο στο χωριό αξίας 3.500 ευρώ. Το μισό προέρχεται από γονική παροχή και το άλλο μισό από αγορά που έκαμα πριν τριάντα χρόνια.

Είμαι βλάκας. Το ξέρω. Γι’ αυτό και δεν έχω τίποτα. Ούτε αυτοκίνητο δεν έχω που έχει σήμερα και η κουτσή Μαρία…

Λοπόν, είσαι θυμωμένος με τη γενιά μου, σε βλέπω απέναντί μου, σύντροφε, τόσο επιθετικό, τόσο αυθάδη, λες με γεμάτο στόμα ότι εγώ ευθύνομαι για το μαύρο χάλι που παρέδωσε η γενιά μου στη γενιά σου. Δεν ξέρω τι να πω, ούτε τι να κάνω…

Λέω μόνο: Με αδιάκοπο αγώνα σαράντα χρόνων, με περηφάνια, με κέφι, με χαμόγελο, μειλίχια, χωρίς έχθρα για κανέναν γύρω μου, ξέφυγα από τον μεσαίωνα στον οποίο γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρόκοψα, και, σα να διέτρεξα αιώνες, έφτασα εδώ… κατηγορούμενος από την αφεντιά σου ότι τα έκανα όλα χάρβαλο.

Κι αναρωτιέμαι: Σοβαρά μιλάς;

Το κακό είναι ότι… σοβαρά μιλάς! Αγνοείς όμως ότι, αν έκανα το ίδιο εγώ απέναντι στην προηγούμενη από μένα γενιά, αν έκανα δηλαδή αυτό που κάνεις, θα είχα χτίσει τώρα έναν κόσμο που θα έτρωγε ζωντανό ο ένας τον άλλο. Δεν έγινε αυτό… Μπορεί όμως να γίνει με τον κόσμο που θα χτίσει η δική σου γενιά για να τον παραδώσει στην επόμενη…

kammenos-banner-inner

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: