Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Μια αγκαλιά λεμονανθοί

Κοινοποίηση

lemonanthos

Κείμενο: Αριστείδης Μπαρχαμπάς

Πάει καιρός, που στα μεγάλα απογεύματα του Μάη, σαν απόμαχος της εργασίας κάνει συχνές αναδρομές στ’ αχνάρια του παρελθόντος.

Κατόπιν γηριατρικής εντολής, περπατάει προληπτικά πάνω σε όσα έζησε ανά τας οδούς και τας ρύμας, της πάλαι ποτέ «ασχημούλας του κάμπου» όπως χαρακτήρισαν το Αγρίνιο, κάποιοι με αναπτυγμένη αισθητική άποψη.

Ο Νόστος γι’ αυτά ήταν μια προσδοκία που σιγόκαιγε εντός του και σήμερα που η επίκαιρη δημοκρατία της ελληνίδος τρόικας απηχεί την θλιβερή πραγματικότητα, ζωντανεύουν περασμένα γεγονότα που σαν δίκοπες λεπίδες πληγώνουν τις θύμησές του. Στις διαδρομές αυτές, στα πατήματα της εφηβείας, γνωρίζει τις ποιοτικές διαφορές στη μεταλλαγμένη πια πόλη του και τον κάνουν να νιώθει, σαν ένα βαγόνι με όνειρα αραγμένο στον σταθμό της λησμονιάς. Τότε αρχίζει οι εμφύλιος της μνήμης με την αμνησία, για το πώς ήρθε το ξεχαρβάλωμα της κοινωνίας, που οι σύγχρονοι Σάϊλοκ και «το τάχα μου και οι δήθεν» την δικαιολογούν ως έκφανση του εκσυγχρονισμού. Όμως σαν ζώσα μνήμη που είναι, αντιπαρέρχεται την αιτιολογία των «δήθεν» και πυροδοτεί ξεχασμένες αντιπαλότητες. Σήμερα, αν κάποιος που έζησε στην «γκρίζα πόλη» (δεύτερος απαξιωτικός χαρακτηρισμός του Αγρινίου) λόγω των ασοφάτιστων πέτρινων σπιτιών του, αποφασίσει το γοητευτικό πήγαιν’ – έλα ανάμεσα στη μνήμη και στο τώρα, σίγουρα θα νιώσει σαν παρακμιακός εραστής και ξένος στην ίδια του την πόλη, γιατί τα μνημονιακά του δεδομένα, έχουν μετατραπεί σε θραύσματα ατομικών ιστοριών. Αυτά δε, πραγματοποιήθηκαν με ανανεωμένο περιεχόμενο και την αποκάθαρση της ενοχοποιημένης εποχής που έφυγε…

Μελαγχολεί γι’ αυτό, μα δεν συναινεί και ψιθυρίζει τον ποιητή για παρηγοριά:

«-Τι έγιναν τα κυπαρίσσια; -Τά ’καψαν, γιατί το τοπίο βρήκε άλλους τόπους να πενθεί»

Ακούγοντας τον καημό του ποιητή ο απόμαχος της εργασίας περιπατητής, αναθυμήθηκε τον δρόμο με τις ακακίες που πάει στο Ζαπάντι.

Ήταν η εποχή των παραπόνων, όπου ο λαός στον λαβύρινθο της επιθυμίας του χαμένος, αβάσταχτες σιγόπινε σκοτούρες, με μεγαλύτερη την οικιστική μόδα της πολυκατοικίας. Με κριό την παροχή εις ανταπόδοση άλλης παροχής, ξερίζωσαν τις ακακίες και φύτεψαν πολυκατοικίες, καταργώντας ταυτόχρονα παιδότοπους και κήπους μετατρέποντας τους δρόμους σε ανήλιαγα στενά. Έτσι άνθρωποι φτωχοί, που βίωσαν την θαλπωρή των πέτρινων σπιτιών, στον κήπο της ψυχής τους, καλλιεργούσαν πανσέδες προσδοκίας ν’ ανέβουν και αυτοί κάποτε στο σπίτι τους με ασανσέρ και κρυφά από την περιέργεια με απεριόριστη αισιοδοξία μετρούσαν το μέγεθος της ιδιοκτησίας τους…

Ένα παρόμοιο στοχαστικό συμβάν έκανε τον περιπατητή να προσφύγει στην εποχή της νιότης, όπου «πετρωμένες μνήμες» τυλιγμένες με τα «ένδοξα του παρελθόντος βρύα» κατά Καμπούρογλου, αναθάλλουν εις πείσμα των άγριων καιρών.

Περπατούσε την περιφερειακή λεωφόρο, που σαν μέγα έργο δημιούργησε όχι μόνο συγκοινωνιακή αποσυμφόρηση στο Βραχώρι, μα και ατραπούς εύκολου πλουτισμού. Όμως κάποιοι αμφιδέξιοι τύποι, σημάδεψαν την αναπτυξιακή αυτή λεωφόρο αρνητικά, δίνοντάς της το όνομα του ανομολόγητου Γ.Α.Π. ενώ η αθέατη περιοχή «Δύο Ρέμματα» μετετράπη σε αμφιθεατρικό προάστιο με αχανή ορίζοντα.

Η μαγιάτικη λοιπόν φύση βρίσκεται σ’ απέραντη γαμήλια τελετή, ο πεζοπόρος με το σακάκι του στον ώμο αγάλλεται παρατηρώντας όλες τις αποχρώσεις της ώχρας στ’ αγριολούλουδα. Έχει όμως εστιάσει το βλέμμα του στα έντονα σκουροπράσινα φύλλα των αγριόχορτων, όπου κάποιες χορτοσυλλέκτριες μ’ ευχάριστη διάθεση έβαλαν στις ποδιές τους, ενώ οι κατακόκκινες παπαρούνες, νόμιζες ότι έβαζαν φωτιά στ’ άκτιστα ακόμη καπνοχώραφα και ελαιώνες.

Κατηφορίζοντας από τον πευκώνα του αείμνηστου Παπαποστόλη η άνοιξη ξεχύνεται επιτέλους αχαλίνωτη. Η μάνα γη εγκυμονούσα ανθοφορεί τους καρπούς της, αναζωπυρώνει τις χειμωνιασμένες αισθήσεις του, αδιαφορώντας για τον στέφανο της μελαγχολίας που σαν ακάνθινο στεφάνι φόρεσαν στο λαϊκό κεφάλι οι κακοί ταγοί της εξουσίας.

Οργιάζει η φύση και στα εναπομείναντα καπνοτόπια, γεμάτα από ανθισμένες αποδείξεις εγκατάλειψης: τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα, παλιούρια, αγριόκανθα και στις παρυφές τους να υψώνονται, σαν κυπαρίσσια, σύγχρονα ανώνυμα κοινόβια. Μ’ έντονη την αναπόλησή του για εκείνα που χάθηκαν, περπατάει στα μεταλλαχθέντα μονοπάτια της τέως καπνούπολης, τις απείραχτες από το κύμα του εκσυγχρονισμού οικιστικές μνήμες να ξαναδεί. Όταν όμως άρχισε να αναθαρρεί, νόμιζε ότι τον περικύκλωσαν ανήσυχες φυσιογνωμίες με καχύποπτο βλέμμα. «Ίσως να με είδαν για εργολάβο οικοδομών ή για έναν ακόμη επενδυτή ευδαιμονίας» μονολόγησε και με σκυθρωπή απάθεια γύρισαν τα νώτα τους ασχολούμενοι με τα του οίκου τους. Ένας από αυτούς αδιαφορεί για την επίμονη παρατηρητικότητά του και σαν παλαιονοικοκύρης σκουπίζει την λεμονοσκέπαστη αυλή του πέτρινου σπιτιού του. Η ενέργειά του αιφνιδιάζει τον προσεκτικό παρατηρητή, είναι κατ’ αρχήν αφοπλιστική, δεν επιτρέπει άλλο συναίσθημα παρά τον θαυμασμό.

Από την άλλη, λυπάται, γιατί δεν μπορεί ν’ απαθανατίσει την συμβολική διάσταση της φιλόκαλης ενέργειάς του σ’ ένα έγχρωμο ενσταντανέ:

Έμεινε εκστατικός παρατηρώντας την επιμελή του λάτρα. Σορός οι λεμονανθοί και η όσφρηση με λαιμαργία ν’ απορροφά τ’ αρώματα.

Η οικοδέσποινα, στην φυσική ισκιάδα του δεντρόκηπου, ν’ απολαμβάνει τον ερατεινόν της, ενώ οι ανώνυμοι γείτονες της απέναντι πανύψηλης πολυκατοικίας να κατεβάζουν τις αλεξήλιες τέντες, τον μαγιάτικο ήλιο ν’ αποφύγουν.

Σορός οι λεμονανθοί από το ανθοβόλημα, μα δεν μοιάζουν με σκουπίδια.

Αρωματίζουν το περιβάλλον, δεν το λερώνουν, όπως τα σκουπίδια που αφειδώς πετιούνται από τα μοντέρνα κοιμητήρια στον δημοτικό κάδο που έχει μείνει με ανοιχτό στόμα από το μπούκωμα.

Με την αγκαλιά του γεμάτη λεμονανθούς ο νοικοκύρης του πέτρινου σπιτιού ραντίζει την δυσοσμία που μολύνει το περιβάλλον που αναδύεται από τα μολυσματικά παράγωγα του σύγχρονου οικιστικού εκσυγχρονισμού. Έμεινε άναυδος από την ενέργειά του ο περιπατητής, ενώ η ζώσα περιέργεια από τα μπαλκόνια της υπεροψίας, γεύεται οπτικά το άρωμα των λεμονανθών, υποκλινόμενη στο γήινο γίγνεσθαι και ίσως κάποιες μνήμες της, να ακτινοβολούν την λάμψη της εποχής που το βραχωρίτικο σπίτι είχε ονοματεπώνυμο. Αν μπορούσαν να μιλήσουν οι λεμονανθοί, οι πασχαλιές, τα φραχτολούλουδα, τα κρίνα, ίσως να μας ρωτούσαν αν οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος. Μα δεν μπορούν, δεν υπάρχουν, χάθηκαν στα μονοπάτια του εύκολου πλουτισμού και ο ίσκιος του πανύψηλου κέρδους πέφτει βαρύς πάνω στα πέτρινα σπίτια νιώθοντάς τον σαν βρόχο στην ψυχή τους. Ο δε πρώην πάροχος του οικοπέδου, κορδωμένος από το ρετιρέ της ευδαιμονίας του, απαξιώνει ως τετριμμένο γεγονός της ανθόρροιας και αγχωμένος κλείνει τα πατζούρια στην ηλιακή φωταύγεια, τις βαρείς κουρτίνες μην τυχόν και ξεθωριάσει.

Η αθέατη αυτή γειτονιά μοιάζει σαν όαση θυμίζοντας το παλαιό Αγρίνιο με τους ανθόκηπους, λαχανόκηπους, λεμονόκηπους και πορτοκαλόκηπους, μόνο βασιλικό κήπο δεν είχε και χωρίς καμία υπερβολή αναρωτήθηκε, γιατί δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ ως κηπούπολη. Απέναντι σ’ αυτές τις ελάχιστες οικιστικές φόρμες των πέτρινων σπιτιών που με την παρουσία τους δηλώνουν σεβασμό στην αρμονία της φύσης, υψώνεται ο οικοδομικός μοντερνισμός, μια μικροαστική φιλόδοξη λαφυραγωγία και τα μάτια του περιπατητή, γίνονται οθόνες που υποδέχονται την φυσική αρμονία της απλότητας ψιθυρίζοντας το Πυθαγόρειο «τη φύσει ζειν». Ίσως ο νεοέλληνας, με την μικροαστική του ανυπομονησία, να έπεσε θύμα στα θέλγητρα όχι της «Κίρκης», αλλά της μεταμφιεσμένης κερδοσκοπίας και σήμερα από τα ψηλά του θεωρεία να αισθάνεται το δέος του μοντερνισμού και τον πλούτο του ελάχιστου.

Συνεχίζοντας την περατζάδα του ο απόμαχος, δεν χάνει τον χρόνο του χωρίς σκοπό, νιώθει την ανοιξιάτικη ευωδία, όπως και η ερωτεύσιμη κυρία του απέναντι ρετιρέ, μα δεν κοιτάει ψηλά σαν την κότα που πίνει νερό. Γεμάτος ερωτήματα για ό,τι βλέπει αναρωτιέται. Γιατί την πολύμορφη ποιητικότητα της άνοιξης δεν την αισθανόμαστε με τον τρόπο που βιώνουμε το καθεμέρα μας. Αφήνουμε τους δεντρόκηπους και περπατάμε αδιάκοπα στα πεζοδρόμια του κουτσομπολιού και στα καφέ της επιδειξιμανίας, αράζουμε την αρίδα μας, φλυαρώντας αρλουμπαρίες, ενώ στις γειτονιές με τους κήπους η άνοιξη χορεύει με τον ξανθό Απρίλη κατά τον Δ. Σολωμό. Στο τέλος κάθε περιπάτου πάνω σε όσα έζησε, ξαναζωντανεύουν οι αρθρώσεις του και στην πλατεία Μ. Μπέλλου που αρχίζει το φουμάρισμα πίνοντας την καφεΐνη του μελαγχολεί βλέποντας πάντα το ίδιο ενσταντανέ.

Τα «περήφανα γηρατειά» δεμένα στο άρμα της ρουτίνας, με σταφιδιασμένες τις προσδοκίες τους κάθονται στα παγκάκια βλέποντας την ζωή να τους προσπερνά με αδιαφορία. Φεύγει, λες και φεύγει από την αυλή γηροκομείου, χάνεται στις γειτονιές όπου ακόμα αναδύονται τα χνώτα της εποχής του και το καλημέρα ακούγεται σαν εύηχη καμπάνια.

Τύμπανο 4 / Ιούνιος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: