Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Μέρες παράξενες

Κοινοποίηση

pes-sta-paidia

Το επόμενο πρωινό, Παρασκευή ήτανε, μόλις δύο ημέρες πριν τις εκλογές κι ενώ το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα με αψιμαχίες στο κέντρο της πρωτεύουσας και στα καφενεία της περιφέρειας, ξεκινάει με την αγαπημένη του για να πάνε στο μέρος που συναντηθήκανε την πρώτη φορά. Παράτολμο εγχείρημα δεδομένου ότι η γνωριμία τους δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή όμως ο χρόνος όλα τα δαμάζει, αμβλύνει ή οξύνει πάθη, αναμοχλεύει αναμνήσεις και λειτουργεί σαν ισχυρό αντιβιοτικό στον πόνο, στη στενοχώρια, στη λήθη και στη μνήμη. Όπως εξάλλου θα έλεγε εμπνεόμενος από ένα τραγούδι, ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός, που μπορεί αίφνης να μεταμφιεστεί στον καλύτερο και να μην επιτρέψει να φθαρεί ή να εκμηδενιστεί η αξία των γεγονότων. Το μυαλό του όμως καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν στο στέκι του στα Πετράλωνα, όπου αυτές τις ώρες θα είναι στα φόρτε τους οι πολιτικές ζυμώσεις, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και οι επισκέψεις απρόσκλητων και ανεπιθύμητων υποψηφίων ταγών, εκφραστών της άγνοιας και της μετριότητας -όλων αυτών, καθώς λέει, που δεν προσθέτουν κάτι αλλά αφαιρούν τα πάντα.

Μετά από μια διαδρομή πέντε ωρών, κουραστική αλλά και εκπληκτική συνάμα, φτάσαμε σε ένα ορεινό χωριό περικυκλωμένο από έλατα, με λιγοστά σπίτια -τα περισσότερα έχουν εγκαταλειφθεί χρόνια- αλλά με πολλούς ξενώνες και πανσιόν. Μέρα μεσημέρι και η πλατεία ήταν έρημη, δέσποζε ένα μικρό καφενεδάκι, που ευτυχώς ήταν ανοιχτό αν και δεν είχε κόσμο να το υποστηρίξει παρά μόνο δυο μεσήλικες που έπαιζαν χαρτιά κι έναν στο διπλανό τραπέζι που διάβαζε  εφημερίδα. Μόλις μπήκαμε μέσα σηκώθηκε μια γυναίκα να μας σερβίρει, είχε πατήσει τα εβδομήντα και φαινόταν κατάκοπη με πολλές ρυτίδες και ντυμένη στα μαύρα, με ευγένεια και με μία μελιστάλαχτη φωνή μας ζήτησε παραγγελία. «Εσάς, παιδιά μου κάπου σας έχω ξαναδεί -είπε απευθυνόμενη σε αυτόν και στην Ινές- για ξένοι δε μου φαίνεστε ντόπιοι όμως δεν είστε, θα σας ψήσω τρία καφεδάκια και θα έρθω με την άδεια σας να τα πούμε». Πράγματι μετά από λίγα λεπτά ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας φέρνοντας εκτός από καφέ και κουραμπιέδες αλλά και λαχταριστή πίτα που μόλις είχε βγει από το ταψί. «Νεαρέ μου, δημοσιογράφος είσαι; κάπου σε έχω ξαναδεί μπορεί να έχουν περάσει τα χρόνια αλλά δεν ξεχνάω πρόσωπα κι εσύ κοπέλα μου η μορφή σου έτσι αγγελικά πλασμένη που είναι μου θυμίζει  ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στη ποδιά μου». Αμέσως η Ινές πετάχτηκε από τη θέση της, έριξε μια φευγαλέα ματιά στο NISOS και διαπίστωσε ότι τα μάτια του είχαν υγρανθεί το ίδιο με τα δικά της. Όμως η γραία αυτή λεβεντογύναικα με το ορθό σαν κυπαρίσσι παράστημα συνέχισε την γεμάτη συναισθηματική φόρτιση ομιλία της.

kammenos-banner-inner

«Θαρρώ πως ήταν χθες που σας είχα στην αυλή μου και παίζατε, μαξούμια τότε, μετά πέρασαν τα χρόνια περάσατε στο πανεπιστήμιο και σας έφαγε η ξελογιάστρα η Αθήνα, όπως έφαγε και τον κανακάρη μου. Μου είναι δύσκολο παιδιά μου να ξεχάσω, κοτζαμάν άντρας έγινες παλικάρι μου κι εσύ κοπελούδα μου, ολόκληρη κοκόνα μου ‘γινες. Γιατί παιδιά μου με λησμονήσατε, ούτε τηλέφωνο, ούτε γράμμα; Εγώ τόσα χρόνια σας ζήταγα».

Το μυστήριο είχε λυθεί, η γυναίκα αυτή ήταν η τροφός της Ινές και ο γιος της στενός φίλος με το NISOS, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας λίγο πριν από κάτι εκλογές. Σαν σήμερα…

Υγιαίνετε.

Νικόλας Σώκος
Νικόλας Σώκος
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 19 Οκτώβρη 1980. Αποφοίτησε από το τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε δημοσιογραφία. Στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά του Αγρινίου καθώς και με ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ζει στο Αγρίνιο και εργάζεται στο Μεσολόγγι.
spot_img

Διαβάστε επίσης: