Πώς άραγε να μιλήσει κανείς δημόσια για πράγματα σοβαρά που ξέρει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι συμβαίνουν, αλλά δεν έχει ή δεν μπορεί να κομίσει νομικές αποδείξεις γι’ αυτά; Καλά το καταλάβατε: Δεν υπάρχει τρόπος! Η δεοντολογία αλλά ΚΑΙ ο νόμος επιβάλλουν (πολύ σωστά) να γράφει ο δημοσιογράφος μόνο για πράγματα που μπορεί επαρκώς ν’ αποδείξει.
Αλλ’ αυτή η βασική αρχή καταδικάζει τον δημοσιογράφο στη συνείδηση της Κοινής Γνώμης ως ένοχο συγκάλυψης! Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για τον δημοσιογράφο, όταν ΔΕΝ γράφει για τις απατεωνιές. Ότι θα πάει φυλακή, αν τα γράψει χωρίς επαρκείς και σύμφωνες με το Νόμο αποδείξεις, κανείς δε νοιάζεται. «Αν δε μπορεί να τ’ αποδείξει», σου λέει ο ρήτωρ του καφενείου, «να πάει σπίτι του, δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά».
Κι εκεί αρχίζει ο λαϊκός φασισμός. Αδυσώπητος, ανελέητος, βάρβαρος, διαβρωτικός, εν τέλει νομοτελειακά διαλυτικός. Γιατί ακυρώνει με μια μονοκονδυλιά όλη την υπόλοιπη εργασία του δημοσιογράφου, απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία της κοινωνίας! Ένας πρωτόγονος φασισμός που δεν είναι προνόμιο των αμόρφωτων ή των αδαών, αλλ’ αυτών τούτων των ευφυών.
Η μόνη «προστασία» του δημοσιογράφου απέναντι σ’ αυτόν τον καθημερινό και τόσο γλυκομίλητο (!) φασισμό είναι ο αυριανισμός. Όρος εμπνευσμένος από τις θαυμαστές επιδόσεις εκείνης της αείμνηστης φυλλάδας του πρώιμου πασοκικού σοσιαλισμού. Έχουν γίνει δημοφιλείς αμέτρητοι λαϊκιστές τύπου Γιώργου Τράγκα.
Ο πολίτης έχει την ευχέρεια ν’ ανοίγει το στόμα του και να λέει στο καφενείο ό,τι θέλει για τους πολιτικούς, «δεν πληρώνει φόρο», η εφημερίδα όμως ΔΕΝ μπορεί, άρα έρχεται σε ρήξη με την αχόρταγη Κοινή Γνώμη. Κι έτσι, κατά τις πονηρές αυτές μέρες, η δημοσιογραφία τείνει προς εξαφάνιση. Η δημοσιογραφία θα χαθεί από μια απλή παρεξήγηση…
Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είναι σάπιο μέχρι τα μπούνια! Μετέχουν σ’ αυτή τη σαπίλα τα πολιτικά κόμματα, είτε βρίσκονται στη συμπολίτευση, είτε στην αντιπολίτευση. Το κατά δύναμιν ο καθείς! Μετέχουν σ’ αυτή τη σαπίλα και οι αξιωματούχοι των κομμάτων. Κόμματα και Πολιτικοί εξαγοράζουν δημοσιογράφους (κατά το βάρος του ο καθείς) φτιάχνουν έτσι μία κυρίαρχη φυλή διεφθαρμένων ατόμων και ομάδων που διαχειρίζονται πυραμιδικά την υπεραξία της συλλογικής εργασίας.
Υπάρχουν βεβαίως αντιστάσεις, μικρές ή μεγάλες, τόσο στην Πολιτική, όσο και στη Δημοσιογραφία, αλλά εξαερώνονται, όπως οι σταγόνες στον ωκεανό, εξομοιώνονται με το περιβάλλον τους κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο όλων.