του Βασίλη Μαστροκώστα
Ψαχουλεύοντας τις τσέπες τις καρδιάς μου στην μια βρήκα,
Δυο αγάπες, έμμετρα λόγια κι ελάχιστους φίλους μετρημένους στα δάκτυλα.
Η άλλη τσέπη ήταν τρύπια, το ήξερα, μα δεν νοιάστηκα ποτέ να την ράψω.
* * *
Τραβώντας τις κουρτίνες
Δεν αποπέμπεις τον ήλιο
Φιλοξενείς τους ίσκιους.
* * *
Ποίηση είναι
Να διακινείς την θλίψη των γύρω σου,
Είναι μια αιμορρέουσα διαδικασία, και δεν γνωρίζω που ξοδεύεται περισσότερο αίμα, στο κρεβάτι ενός χειρουργείου ή στην προσπάθεια να γραφεί ένας στίχος.
* * *
Δάκρυ λεκές στο πάτωμα
Και στην καρδιά αιμάτωμα.
Κι εγώ που ζω επ’ άπειρο
Με όνειρο ανάπηρο.
* * *
Κόσμε σβήσε τους προβολείς
Να ξαστερώσει πάλι
Πάψε να με πυροβολείς.
Είναι τα λόγια μου θεριά
Μην πιέζεις την σκανδάλη
Θα πάει στράφι η σφαιριά.
* * *
Σιωπούν οι αναμάρτητοι στου κόσμου τους βωμούς
Κι εσύ καρδιά φλεγόμενη στην κόλαση του Δάντη
Στους δυο μικρούς παράλληλους γαλάζιους ποταμούς
Το δάκρυ σου ακατέργαστο μου θύμιζε διαμάντι.
Τύμπανο 3 / Απρίλιος – Μάιος 2013