Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Η αξία των παραμυθιών στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών

Κοινοποίηση

Τα λαϊκά παραμύθια είναι αρχαίες μνήμες των λαών. Διαπερνούν τους αιώνες μέσω της αγροτικής – βουκολικής προφορικής πάντα παράδοσης. Κάθε εποχή και κάθε παραμυθάς που παίρνει τη σκυτάλη στην αφήγησή τους, κάτι αφαιρεί άθελά του από την ιστορία και, άθελά του επίσης, προσθέτει σ’ αυτήν κάτι δικό του. Στο τέλος, το παραμύθι που σήμερα εμείς χαρακτηρίζουμε ως λαϊκό, σε κάθε χώρα, σε κάθε λαό, σε κάθε έθνος, είναι μια ιστορία που έχει λειανθεί όπως η πέτρα στο ποτάμι: Κάποτε ήταν όλο μυτερές γωνίες, επρόκειτο για ένα αληθινό γεγονός, τώρα είναι λεία, στιλπνή, στρογγυλή, είναι πια διαφορετική, ποτέ όμως δεν παύει να είναι μια πέτρα, το λαϊκό παραμύθι δεν παύει ποτέ ν’ αφηγείται μια παλιά είδηση. Για να εντοπίσει κανείς αυτή την παλιά είδηση, δεν έχει παρά να γνωρίσει τον κώδικα των παραμυθιών.

Ναι, τα παραμύθια, όπως και τα δημοτικά τραγούδια, διηγούνται αρχαία γεγονότα. Είναι διαχρονικά Δελτία Ειδήσεων. Κύλησαν πέτρες στην κοίτη του ποταμού του χρόνου και λειάνθηκαν από την τριβή και τις συγκρούσεις με τις άλλες πέτρες της κοίτης, αλλά ο ερευνητής μπορεί ν’ ανακαλύψει την αρχαία φύση τους, μπορεί να δει το πρωτογενές υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η κάθε πέτρα, μαύρη, άσπρη, κόκκινη, γκρίζα, το κάθε δηλαδή παραμύθι. Μπορεί μ’ άλλα λόγια ν’ ανακαλύψει έναν κόσμο που υπήρχε και δεν υπάρχει πια, έμεινε όμως ο αχός του, μπορεί τώρα (αν αφαιρέσει προσεκτικά τη σκόνη του χρόνου που επικάθησε πάνω στα λόγια) ν’ αποκωδικοποιήσει τον πυρήνα του μύθου, ο πυρήνας του μύθου είναι πάντα κάποιο γεγονός, και ν’ αποκαλύψει έτσι την άγραφη προϊστορία, αυτήν που είναι αδύνατο να προσεγγίσει ο ιστορικός.

Τα λαϊκά παραμύθια δεν είναι τρυφερά ή διδακτικά, διότι, ως γεγονότα φυσικά, δεν είχαν διδακτικό σκοπό, γι’ αυτό και μερικές φορές είναι σκληρά, ανελέητα, αδυσώπητα, όπως ακριβώς είναι στη ζωή τα συμβάντα που ανατρέπουν το φυσικό ή το δεδομένο. Συμβαίνει αυτό, επειδή δεν αποτελούν ποιητικές εμπνεύσεις διδασκάλων (μερικές φορές είναι κι αυτό) αλλά επειδή είναι στεγνές καταγραφές αρχαίων γεγονότων, θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μνημειώδεις δημοσιογραφικές καταγραφές, των οποίων όμως αλλοιώθηκαν από το χρόνο τα εξωτερικά τους γνωρίσματα.

Παρά την σκληρή και πρωτόγονη φύση τους, τα λαϊκά παραμύθια εκπαίδευσαν και παρηγόρησαν γενιές και γενιές της υπαίθρου κυρίως, εκεί που η έννοια της κοινότητας ήταν πάντα ισχυρή, τις μυούσαν επί αιώνες στον ανείπωτο, στον άλεκτο και υπερβατικό συλλογικό εαυτό. Μέχρι που κάποια ώρα οι άνθρωποι αστικοποιήθηκαν, από την κοινοκτημοσύνη του χώρου πέρασαν στην ιδιοκτησία του. Φυλακισμένοι πια στα διαμερίσματα των αστικών κέντρων, ξεκομμένοι από τη Φύση, γέμισαν με ποικίλες φοβίες για τις άγνωστες πλέον και δαιμονοποιημένες δυνάμεις της. Τότε ήταν που τα παραμύθια μεταφέρθηκαν στον αστικό τρόπο ζωής, αν και κράτησαν την παρηγορητική τους διάσταση. Ωστόσο, για να παραμείνουν οικεία και αγαπητά, υπήρξε γρήγορα η ανάγκη αναθεώρησης του λεξιλογίου τους, τα λόγια, αλλά και οι πράξεις των ηρώων, χρειάζονταν πια ένα φίλτρο, έπρεπε να προσαρμοστούν στις ελεγχόμενες πλέον αστικές συνθήκες, στα νέα βιώματα. Έτσι γεννήθηκε ένα σύστημα αστικής παιδαγωγικής σκέψης που εξελίχθηκε σε παιδική λογοτεχνία.

Το παραμύθι είχε πια μεταπηδήσει από τον προφορικό στον γραπτό λόγο. Αναπόφευκτα μετατράπηκε σε ένα πολιτισμικό αγαθό. Στο εξής δεν θα μεταδίδεται από τον παππού στον εγγονό, καθέτως, αλλά οριζόντια, με το βιβλίο. Ο μύθος, η ιστορία, δεν δημιουργείται πια στους ατέλειωτους στοχαστικούς περιπάτους της Συλλογικής Μνήμης, δεν ακολουθεί πια τα ευήλια και ευάερα μονοπάτια της Κοινότητας, το λεπτολογεί στο ήσυχο και υποφωτισμένο εργαστήρι του ο απομονωμένος συγγραφέας. Παρά την κρίσιμη και αποφασιστική αυτή αλλαγή που θα μπορούσε να το σβήσει ως είδος, σε μια επίδειξη αυτοάμυνας το παραμύθι μεταλλάχτηκε σε αλληγορία, συγγραφικά όμως δεν έπαψε ποτέ να θεμελιώνεται πάνω στις βασικές αρχετυπικές του φόρμες. Είναι μήνυμα ότι ο άνθρωπος, παρά την αστικοποίησή του, διατήρησε τα αρχέγονα ή, μάλλον, τ’ αρχετυπικά στοιχεία της ύπαρξής του. Γι’ αυτό και το παραμύθι είναι ίσως το πρώτο λογοτεχνικό είδος που παγκοσμιοποιήθηκε, πολύ πριν από την Οικονομία, είναι – όπως και η μουσική – μια παγκόσμια γλώσσα, την οποία καταλαβαίνουν ή, μάλλον, αισθάνονται όλα τα παιδιά στον πλανήτη.

Βεβαίως πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς (αλλά και εκδότες παραμυθιών) αγνοούν τα διαχρονικά στοιχεία του αρχαίου ή του νέου μύθου, είναι ανυποψίαστοι για τις βαθύτερες αυτές καταβολές της παιδικής λογοτεχνίας. Καταφεύγουν λοιπόν σε εύκολους και εφήμερους συμβολισμούς για να κάνουν υποφερτή την πραγματικότητα στα μάτια των παιδιών, μερικές φορές την εξιδανικεύουν κιόλας, με την άσοφη σκέψη ότι, όταν μεγαλώσουν τα παιδιά, θα τη γνωρίσουν μόνα τους, εμείς δεν χρειάζεται να τα πληγώσουμε, άρα δεν είναι κακό να τους πούμε κάνα αθώο τάχα ψεματάκι… Στην υποκριτική αυτή προσπάθειά τους πολλοί συγγραφείς ξεπέφτουν σχεδόν πάντα σε ένα δήθεν τρυφερό λεξιλόγιο και σε αφηγήσεις γεγονότων κατηχητικού τύπου, άλλοτε όμως δανείζονται ακόμα και τους σκοτεινούς κώδικες του κινηματογραφικού θρίλερ για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά, ανασύροντας από τα ενδότερα τις επίκτητες ή τις ενστικτώδεις φοβίες τους. Όλα μαζί αυτά υποτιμούν όμως τη νοημοσύνη των ανήλικων ανθρώπων και, ακόμα χειρότερα, τη μολύνουν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τραυματίζουν τις νέες γενιές.

Ο ασφαλής τρόπος για να γράφουν οι συγγραφείς γνήσια και ποιοτική παιδική λογοτεχνία, είναι η βιωματική σπουδή (του συγγραφέα ως δημιουργού, αλλά και του γονέα ως αγοραστή του δημιουργήματος) είναι, κατ’ αρχήν, η εγκυκλοπαιδική έστω σπουδή πάνω στα λαϊκά παραμύθια κάθε λαού, ιδίως όμως η σπουδή στα λαϊκά παραμύθια των αρχαίων λαών, διότι – λόγω της πολυκαιρίας τους – βρίσκεται σ’ αυτά αποθηκευμένη, στρωματοποιημένη, η πιο μακραίωνη γνώση των διαχρονικών πανανθρώπινων συμβολισμών. Η μελέτη τους καθιστά πολύ πιο ευδιάκριτα, όσα κλειδιά χρειάζονται σήμερα για την αποκωδικοποίηση των αθάνατων αυτών συμβολισμών.

Τα παραμύθια που θέτουν σε κυκλοφορία οι σύγχρονοι συγγραφείς είναι καλό και χρήσιμο να διαθέτουν ένα τέτοιο (άτυπο έστω) “πιστοποιητικό κατασκευής”, προτού δοθούν για να διαβαστούν από τα παιδιά ή προτού αναλάβει ο γονέας να τα αναγνώσει στο προσκέφαλό τους.

Η παιδική λογοτεχνία είναι το δυσκολότερο λογοτεχνικό είδος, δυσκολότερο ακόμα κι από την ποίηση, διότι απαιτεί ζυγαριά φαρμακείου για την δοσολογία στη μείξη των κωδίκων του μυθιστορήματος, του διηγήματος, του δοκιμίου, του συγγράμματος, αλλά και των θεμελιωδών αξιών της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, των κανόνων της Παιδείας, υπό την στέγη μάλιστα του ανώτερου ποιητικού κώδικα, ενώ ταυτόχρονα η κατακτημένη γνώση του συγγραφέα για το συντακτικό και τη γραμματική υπόκειται στον περιορισμό ενός επιλεγμένου λεξιλογίου. Και πάλι όμως η συγγραφή του παραμυθιού θα μειονεκτεί, αν προϋπόθεση όλων αυτών των συστατικών στοιχείων του δεν είναι το βύθισμα του συγγραφέα στον ωκεανό της συλλογικής (όχι μόνο της ατομικής) αθωότητας, διαδικασία όμως που απαιτεί από αυτόν απελευθερωτικές πράξεις, ισάξιες μεγάλων επαναστάσεων. Η δε ικανότητα του συγγραφέα – που αποτυπώνει μυθολογικά τα σύγχρονα γεγονότα – έγκειται στην αφομοίωση των λειαντικών λειτουργιών της λαϊκής (δηλαδή της συλλογικής) διήγησης, αλλά και στην μαθηματική εφαρμογή τους, ώστε να μην εκτρέπεται το κείμενο σε άχαρη και άνοστη γλυκαντική ουσία.

Ναι, το παραμύθι, ως ανάγνωση ή ως ακρόαση, είναι η πιο κρίσιμη εκπαιδευτική λειτουργία για την πνευματική ολοκλήρωση του ατόμου, τόσο κρίσιμη, που είναι εγκληματική αμέλεια να εγκαταλείπεται στην αυθαίρετη εκδοχή των αμύητων. Πρέπει κάποτε να γίνει αντιληπτό ότι το παιδί είναι φορέας ολόκληρης της κυτταρικής μνήμης του ανθρώπινου γένους από την αρχή του, άρα είναι σε πολύ καλύτερη θέση από τον αστικοποιημένο ενήλικα στο να εισπράξει πληροφορίες και έννοιες, γι’ αυτό και οι συμβολισμοί αποχτούν την υπέρτατη αξία τους στην παιδική λογοτεχνία. Παρά την επικρατούσα αντίληψη, το έντεχνο παραμύθι είναι ίσως το μόνο λογοτεχνικό είδος που ταιριάζει απόλυτα σε όλες τις ηλικίες των αναγνωστών και όχι μόνο στις παιδικές. Υπ’ αυτή την έννοια, ο διαχωρισμός των παραμυθιών σε ό,τι αφορά την καταλληλότητά τους για μικρές ή μεγαλύτερες ηλικίες παιδιών είναι χρήσιμος μόνο για τα παραμύθια που στερούνται τις θεμελιακές αυτές αρχές της συγγραφικής τέχνης… Και είναι χρήσιμο να σημειωθεί εδώ ότι τα παλιά χρόνια οι καραβοκύρηδες προσελάμβαναν παραμυθάδες για να διασκεδάζουν τους ναύτες στα μακρινά τους ταξίδια…

Βασικό και αλάνθαστο κριτήριο για την ποιότητα του σύγχρονου συγγραφέα παραμυθιών δεν είναι (όπως για τ’ άλλα είδη λογοτεχνίας) οι γνώμες των ειδικών και των κριτικών, αλλά – σχεδόν αποκλειστικά – το ζωηρό πρόσωπο των παιδιών και τα ολάνοιχτα μάτια τους, όταν διαβάζουν ή όταν ακούνε το παραμύθι. Αυτό είναι άλλωστε και το γεγονός που καθιστά την παιδική λογοτεχνία δυσκολότερο είδος απ’ όλα τ’ άλλα.

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: