Για τα παιδιά που άκουγαν παραμύθια

Μαρτυρία, σε πρώτο ενικό…

Σάββατο βράδυ της 22ης μέρα του Δεκεμβρίου 2012, μία μέρα μετά την καταστροφή του κόσμου που δεν έγινε, ούτε υπήρχε περίπτωση να γίνει, ήμουν καλεσμένος στη «λέσχη του βιβλίου» της Αλεξάνδρας Μοσχονά, όπου η ομάδα της Μαίρης Τσιρώνη θα παρουσίαζε τρία δραματοποιημένα παραμύθια και μερικά μελοποιημένα ποιήματα του «Παραμυθόκηπου» με τον γενικό τίτλο ««ήταν λέει μια φορά κι έναν καιρό…».

Είδα να γεμίζει ο μεγάλος χώρος του βιβλιοπωλείου και να μένει πολύς κόσμος απέξω, δε μπόρεσε να μπει, κανείς δεν περίμενε τόση προσέλευση. Δείγμα ότι τα παιδιά διψούν, αλλά το καλό νερό είναι λίγο και δίνεται στάλα τη στάλα. Μετά είδα τα παιδιά να κάθονται σταυροπόδι και με ολάνοιχτα μάτια να παρακολουθούν τα παραμύθια, να συμμετέχουν, ν’ ανταποκρίνονται άλλοτε στη μαγεία και άλλοτε στο χιούμορ, ενώ ένα παιδάκι ζητούσε από τη μαμά του «γάλα», δημιουργώντας ένα δικό του παραμύθι μέσα στο παραμύθι.

Η δουλειά της Μαίρης Τσιρώνη και της ομάδας της ήταν υπέροχη, αν και οι πρόβες που έκαμαν ήταν μόλις μίας εβδομάδας.

Αυθόρμητα σκέφτεσαι ότι δεν θέλει πολύ για να γίνει καλύτερος ο κόσμος. Αφού μπορεί να γίνει τόσο όμορφο ένα βράδυ, ε, μπορεί να γίνει όμορφη και μια βδομάδα, ένας μήνας, ο χρόνος. Από τα σχόλια που ακολούθησαν την παρουσίαση των παραμυθιών, ανθολογώ εκείνο που έλεγε ότι, όταν κερδίσεις την προσοχή των παιδιών, έχεις απόδειξη της καλής δουλειάς, διότι τα παιδιά δεν μπορείς να τα κοροϊδέψεις. Ή τα κερδίζεις ή τα χάνεις. Μέση οδός δεν υπάρχει. Τα παιδιά δεν ακολουθούν τις συμβατικότητες των ενηλίκων.

Κι ύστερα σκέφτεσαι, ότι πολύ εύκολα μπορείς να δώσεις χαρά σε όλα τα παιδιά! Αρκεί να επιστρατεύσεις μεγάλα παιδιά που έχουν κέφι και όνειρο (αυτό είναι το δύσκολο, συνάμα όμως και θαυμαστό) όπως τα μεγάλα παιδιά που καθοδηγήθηκαν από τη Μαίρη Τσιρώνη για να παρουσιάσουν τα παραμύθια και τα τραγούδια.

Η Αλέκα Μοσχονά τόνισε στο τέλος ότι αυτή η εκδήλωση ήταν αποτέλεσμα της εργασίας «δικών μας ανθρώπων», που ζουν εδώ, στο Αγρίνιο. Καλά το είπε. Διότι είναι αλήθεια πως η πόλη δεν διαθέτει το βαθμό αυτοεκτίμησης, εκείνον τον βαθμό αυτοεκτίμησης που θα επέτρεπε την ανάδειξη τέτοιων ή άλλων έργων. Τυχαία εκείνο το βράδυ μάθαμε για ανάλογες εκδηλώσεις που κάνει μια άλλη κεφάτη ομάδα, το Παραδοσιακό Καλλιτεχνικό Εργαστήρι Αγρινίου, έργο που επίσης δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος της πόλης. Αν βάλεις από κοντά και το «Μικρό θέατρο» της Κατερίνας Καραδήμα, θα διαπιστώσεις πόσο άδικο είναι να επικρατεί στο Αγρίνιο η αφοριστική άποψη ότι «δεν γίνεται τίποτα σ’ αυτή την πόλη». Είχε λοιπόν δίκιο η Αλέκα Μοσχονά να τονίζει το στοιχείο των «δικών μας ανθρώπων».

Η μεγάλη ευθύνη για το φαινόμενο της αφάνειας πέφτει στον Τοπικό Τύπο. Αλλά και στους ίδιους τους δημιουργούς. Ρωτήσαμε το μέλος μιας πολιτιστικής ομάδας γιατί δεν εκδίδουν Δελτίο Τύπο προς τα Μέσα Ενημέρωσης. Η απάντηση ήταν ότι ειδοποίησαν την τηλεόραση του «Αχελώου», αλλά «δεν πήγε κανείς να καλύψει τις εκδηλώσεις».

Λοιπόν, εδώ πρέπει να ειπωθούν μερικά πράγματα και κάποτε να γίνουν αντιληπτά τα στοιχειώδη:

Η αφάνεια αυτών των εκδηλώσεων, αλλά και το γεγονός ότι δεν γίνονται περισσότερες απ’ αυτές που γίνονται, οφείλεται, ναι, στο ότι δεν λειτουργεί ομαλά ο Τοπικός Τύπος για να προβάλει, δηλαδή για να δώσει όνομα στα γεγονότα αυτά, αφού όλα υπάρχουν από τη στιγμή που θα τους δώσεις όνομα και μόνο, αλλιώς μένουν στην ανυπαρξία. Εντάξει! Αλλά… τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι Τοπικός Τύπος ΔΕΝ είναι μονάχα ο «Αχελώος tv», οι παραλείψεις του οποίου χρεώνονται μαζικά σε όλους, όπως και τα λάθη των εφημερίδων χρεώνονται αφοριστικά στον «Αχελώος tv». Σημαίνει επίσης ότι, ΑΝ ο Τοπικός Τύπος λειτουργούσε καλά, ΑΝ δηλαδή κάλυπτε δημοσιογραφικά αυτές τις εκδηλώσεις, ΔΕΝ θα είχε κανένα όφελος, διότι ΔΕΝ υπάρχει σύνδεση μεταξύ του προϊόντος και της τιμής του. Με απλά λόγια: Δεν θ’ ανταποκρινόταν κανείς αναγνώστης, δεν θ’ αγόραζε την εφημερίδα στο περίπτερο, αν και το ρεπορτάζ θα κόστιζε έναν ολόκληρο μισθό για τον δημοσιογράφο που θα το κάλυπτε. Ποιος και γιατί να πληρώνει τον δημοσιογράφο, αν δεν τον πληρώνει το αναγνωστικό κοινό;

Από την άλλη, μια κοινωνία που πιστεύει ότι η μοναδική προβολή των δράσεων μπορεί να γίνει μόνο από την τηλεόραση του «Αχελώου» (κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια, χωρίς βεβαίως να ευθύνεται η διοίκηση ή το προσωπικό του «Αχελώου tv» γι’ αυτό) σημαίνει ότι αυτή η κοινωνία έχει χάσει την επαφή της με την έντυπη ενημέρωση (το σωστό θα ήταν να πούμε: διαβάζει την εφημερίδα, όπως βλέπει τηλεόραση, δηλαδή τζάμπα) και, απαίδευτα, στερεοποίησε την πιο γύφτικη μέθοδο προβολής των πολιτικών και των πολιτιστικών δράσεών της, αυτή τη μέθοδο που αντιπροσωπεύει η κάμερα και όχι το πνεύμα πίσω από την κάμερα. Το Φαίνεσθαι δηλαδή, όχι το Είναι.

Αφετηρία αυτού του κειμένου είναι μόνο μια «μαρτυρία σε πρώτο ενικό» σχετικά με μια εκδήλωση, όπου δραματοποιήθηκαν κάποια παραμύθια αυτές τις γιορτινές μέρες. Μπορούμε όμως τώρα να προβούμε σε μία (ίσως παράδοξη) πρόβλεψη: Όταν η (κεντρική και η τοπική) τηλεόραση γίνει συνδρομητική, τότε θ’ ανθίσει ξανά η εφημερίδα. Η νέα εφημερίδα: Αυτή που θα έχει βρει το δρόμο της ευθύνης πετώντας από πάνω της τη χίμαιρα και τη φενάκη, θα βασίζεται στο απαιτητικό κείμενο, στην τετράγωνη λογική, στην ορθή, την αδέκαστη κρίση.

Κοιτάξτε όμως (προς το παρόν) το φριχτό αποτέλεσμα που προκάλεσε στην (τοπική) κοινωνία η φοβερή εκείνη γενίκευση ότι «οι εφημερίδες είναι επιδοτούμενες από το κράτος» ή ότι «οι δημοσιογράφοι τα παίρνουν». Η εντύπωση που καλλιεργεί το κοινωνικό σύνολο για τα Τοπικά Μέσα Ενημέρωσης, εν τέλει ακυρώνει κάθε πολιτιστική εκδήλωση που γίνεται και κάθε εκδήλωση που ΘΑ γινόταν και, πλέον, δεν γίνεται. Με τη σειρά του αυτό ακυρώνει την ποιότητα ζωής του συνόλου, ενώ βυθίζει στο τέλμα της απαξίωσης κάθε τι και τον καθένα που ανθίσταται. Μοναδικό φάρμακο σ’ αυτή την κρίσιμη υπόθεση είναι το αξίωμα ότι «οι εφημερίδες δεν είναι δημιουργήματα των εκδοτών και των δημοσιογράφων, αλλά της κοινωνίας στην οποία απευθύνονται».

Η ευχαρίστηση από την εικόνα των παιδιών που παρακολουθούσαν με ολάνοιχτα μάτια και σταυροπόδι τα παραμύθια στην εκδήλωση της «λέσχης βιβλίου» της Αλεξάνδρας Μοσχονά, η ευτυχία να πεις, μειώνεται και τελικά εξουδετερώνεται από τη σκέψη ότι, αν και υπάρχει το υλικό, λείπει το αρχιτεκτονικό σχέδιο που θα συνθέσει στην κοινωνία το (δημιουργημένο ή το δημιουργητέο) υλικό, ώστε ν’ ανατραπεί αυτή η χύμα κατάσταση και να χτιστεί κάποια ώρα το πολιτιστικό οικοδόμημα της πόλης.

Το λέω αυτό, διότι η περί ης ο λόγος απαξίωση προήλθε μεν από την ακαθοδήγητη κοινωνία (η οποία πείστηκε παλιότερα από τις στοχευμένες υποδείξεις πολιτικών που ήθελαν να καταστήσουν υποχείριά τους τα Μέσα Επικοινωνίας και Ενημέρωσης) όμως άσκεφτα υιοθετήθηκε από τους θεσμούς της πόλης και πήρε τελικά τη μορφή της τοπικής (Δημοτικής) εξουσίας, όπως εκφράζεται επί τριάντα χρόνια από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου και το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο.

ΑΥΤΗ είναι η κρίση. Όλοι οι άλλοι ορισμοί της κρίσης που διανύει η χώρα μετά το κραχ του 2008, αδυνατούν να περιγράψουν τα γεγονότα…

Τα καταθέτω αυτά σε πρώτο ενικό και με υπογραφή:
Παντελής Φλωρόπουλος

Νόρα Καρατσικάκη - Κλινικός Διαιτολόγος - Διατροφολόγος