Ακόμα και οι ειδικοί αδυνατούν να εντοπίσουν τις αιτίες
Αναλυτές και ειδικοί αγωνίζονται να βρουν ερμηνεία στο φαινόμενο της εντυπωσιακής ανόδου της Χρυσής Αυγής, η οποία από το 0,29% εκτοξεύτηκε στο 7% και μπήκε θριαμβευτικά στη Βουλή. Επίσης ψάχνουν να βρουν πειστική ερμηνεία στο «Φαινόμενο Τσίπρα», δεδομένου ότι ένα κόμμα 4%, που σε κάποια προηγούμενη εκλογική διαδικασία με το ζόρι μπήκε στη Βουλή, αν και προέρχεται από την διάσπαση του Φώτη Κουβέλη και τη δημιουργία της Δημοκρατικής Αριστεράς στα πλευρά του, εκτοξεύτηκε επίσης στο 17%.
Ο αυτοπροσδιορισμός του Αλέξη Τσίπρα που έγινε σε ξένα Μέσα Ενημέρωσης, είναι ότι κινείται «αριστερά της αριστεράς». Ο προσδιορισμός της Χρυσής Αυγής είναι ότι κινείται «δεξιά της δεξιάς». Η απόλυτη αυτή αντίθεση γεννά μία πρώτη ομοιότητα: Είναι τα δύο νέα πολιτικά άκρα. Με πρώτο κοινό χαρακτηριστικό την εκλογική εκτόξευσή τους στο διάστημα και δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό την παντελή άγνοια των προσήλυτων ψηφοφόρων σχετικά με τις πολιτικές θέσεις του ενός ή του άλλου εκλεκτού.
Σε προηγούμενο άρθρο αποδώσαμε την άνοδο της Χρυσής Αυγής στον αντιτηλεοπτικό μύθο που δημιούργησε ως «ομάδα κρούσης». Αν όμως η δημιουργία του μύθου που εκτόξευσε την Χρυσή Αυγή, οφείλεται στους «ταλιμπάν του Νίκου Μιχαλολιάκου», ποια «ομάδα κρούσης» δημιούργησε το μύθο του ΣΥΡΙΖΑ;
Μα, φυσικά, οι κουκουλοφόροι. Σε όλες τις ανακοινώσεις για καταδίκη της βίας ο ΣΥΡΙΖΑ σημείωνε ανελλιπώς, ότι τα επεισόδια βίας οφείλονται στην οργή του λαού. Ήταν σαφής υπαινιγμός νομιμοποίησης των βίαιων αντιδράσεων, στον κώδικα όμως του θυμωμένου λαού λειτουργούσε ως ανοχή, αν όχι και επιβράβευση.
Το πνεύμα των επίσημων ανακοινώσεων, αλλά και του δημόσιου διαλόγου που ανέπτυσσαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη δράση των κουκουλοφόρων, ήταν ίδιο με το πνεύμα των ανακοινώσεων του ΠαΣοΚ στην πρώιμη εποχή του για τη «17Ν». Όλοι πίστευαν, ακόμα και η Νέα Δημοκρατία του καιρού εκείνου, ότι πίσω από τη «17Ν» ήταν το ΠΑΚ, η «17Ν» ήταν ο ένοπλος βραχίονας της πολιτικής εκδοχής του ΠαΣοΚ. Ήταν μια ανομολόγητη πεποίθηση των πολιτών, ότι η «17ν» κάνει εκείνο που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να κάνει η Πολιτική. Η λαϊκή αυτή πεποίθηση διαλύθηκε μετά από την ακατανόητη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη το 1989.
Όλες οι αναλύσεις των ειδικών για την Χρυσή Αυγή βασίζονται στο θέμα των μεταναστών και για τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιμνημονιακή στάση του λαού. Δεν είδαμε πουθενά μια επιστημονική υποψία ότι οι Χρυσαυγίτες, οι κουκουλοφόροι και η «17Ν», ως ομάδες κρούσης, ενσάρκωσαν την αδυναμία του πολίτη να παρέμβει αποφασιστικά στην πολιτική πράξη. Ο πολίτης αισθάνθηκε ανίσχυρος, άχρηστος. Αναζήτησε λοιπόν τη ΔΥΝΑΜΗ που θα δράσει εν ονόματί του για «να καθαρίσει». Ο πολίτης βγήκε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, εκεί δηλαδή που τον τοποθέτησαν τα κόμματα και οι πολιτικοί, αναζητά όμως έναν λόγο ύπαρξης, θέλει να φωνάξει: «Είμαι κι εγώ εδώ». Αλλά κανείς δεν του δίνει σημασία. Τότε αρχίζει να συμπεριφέρεται όπως το απομονωμένο παιδάκι στο σχολείο που το έδειραν οι συμμαθητές του κι αρχίζει τις απειλές: «Θα βάλω τον αδερφό μου να σας βαρέσει».
Ο αδερφός είναι πάντα μεγαλύτερος, δυνατότερος. Η πλειοψηφία των πολιτών που ψήφισαν Χρυσή Αυγή, έχουν κοινό επιχείρημα: «Θα βάλω τη Χρυσή Αυγή στη Βουλή να τους πλακώσει στο ξύλο». Ο πολίτης που δε μπορεί να βαρέσει τους πολιτικούς, ο πολίτης που δεν αρκείται σ’ ένα απλό γιαούρτωμα, εναποθέτει το έργο του ξυλοφορτώματος στους δυνατούς, στους μάγκες, στους εκδικητές, στους τιμωρούς, άλλοτε στη «17Ν», άλλοτε στους Χρυσαυγίτες και στους κουκουλοφόρους.