Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: Το νεκροταφείο μέσα στο κεφάλι μας

Κοινοποίηση

to-nekrotafeio-mesa-sto-kefali-mas

του Σταύρου Κ. Σταυρίδη
σκίτσο του Χρήστου Παπανίκου

Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; Είδα χθες, Σάββατο μεσημέρι, τη μνηστή μου στο βάθος μιας καφετέριας με τον “πρώην”, το Σωτήρη, κι έπιναν καφεδάκι σοβαροί-σοβαροί, μιλώντας χαμηλόφωνα, όπως τότε που ήταν ζευγάρι.

Της έχω εξηγήσει ότι ζηλεύω, -αυτό δεν είναι στο χέρι μου. Πιστεύω ότι γίνομαι κατανοητός. Έχω ένα σοβαρό ελάττωμα, είμαι άρρωστος, αν θέλετε. Όταν είμαι ερωτευμένος, όπως δίνομαι ολόψυχα στην αγαπημένη μου, απαιτώ πίστη και αφοσίωση, όσον αφορά στα αισθήματα, όχι ανατολίτικη υποταγή, όσον αφορά στις ελευθερίες της.

Εξηγούμαι: Απαιτώ να σέβεται αυτή την αδυναμία μου, -λένε ότι η ζήλια είναι κληρονομική και το πιστεύω, να λαβαίνει υπόψη της ότι είμαι ζηλιάρης και να μη με προκαλεί, γιατί αντιδρώ βίαια, μου έρχεται να τα σπάσω όλα και αν δεν έχω τι να σπάσω στρέφομαι εναντίον του εαυτού μου, δηλαδή γίνομαι ένας γνήσιος αυτοκαταστροφικός άνθρωπος, -συνηθισμένος τύπος νεοέλληνα- όταν δεν καταστρέφω κάτι έξω από μένα, καταστρέφω τον εαυτό μου.

Τέλος πάντων, αφού η δεσποινίς Πηνιώ δέχτηκε, για να μην πω ικέτεψε, να φορέσει τη βέρα του αρραβώνα μας, όφειλε να αποδεχτεί αυτή την αδυναμία μου. Αποδέχεσαι πακέτο τα αρνητικά με τα θετικά στοιχεία του ανθρώπου που επιλέγεις για μόνιμο σύντροφο της ζωής σου και πιθανότατα πατέρα των παιδιών σου.

Πιστεύω ότι όφειλε να με είχε ενημερώσει, αν έκρινε απαραίτητο να τον συναντήσει, είτε επειδή της το ζήτησε εκείνος, είτε επειδή κάτι έπρεπε να ξεκαθαρίσουν, για οποιοδήποτε λόγο, ας μη μου έλεγε το λόγο, -προτιμότερο αυτό από το να πει ένα ψέμα, έπρεπε λοιπόν να μου πει πού και πότε είχαν κανονίσει να συναντηθούν, εγώ αυτό θα έκανα. Και το ερώτημα παραμένει αμείλικτο. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;

Κάνω φανταστικό γκάλοπ στους δρόμους, σαν να είμαι δημοσιογράφος, κοιτάζω ανθρώπους και φαντάζομαι απαντήσεις. Διαισθητικά, ας πούμε. Είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιώ όταν με βασανίζει ένας έντονος προβληματισμός και κινδυνεύω να χάσω τα λογικά μου και να καταρρεύσω απ’ το άγχος. «Με συγχωρείτε κύριε, δεν θέλω όνομα, δεν σας βιντεοσκοπώ, μια ειλικρινή γνώμη θέλω. Μου συμβαίνει το και το. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;

Ελεήστε, με μια συμβουλή τον συνάνθρωπό σας, τον τραπεζικό υπάλληλο Μανώλη Π., που αξιώθηκε να αρραβωνιαστεί για πρώτη φορά στα τριανταπέντε του και τώρα κινδυνεύει να γυρίσει πίσω και να ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή. Ο συμπολίτης σας Μανώλης Π, δεν είναι άνθρωπος παρορμητικός, ούτε παρασύρεται από συναισθήματα. Έκανε μεγάλες προσπάθειες να συμβιβαστεί, με ό, τι δεν είχε συμβιβαστεί μέχρι τώρα, για να δώσει υπόσχεση γάμου. Αλήθεια λέω. Διάλεγα, διάλεγα, διάλεγα, περνούσα από κόσκινο τις κοπέλες που με αγάπησαν και κατέληξα στην Πηνιώ. Νόμιζα πως ησύχασα, αλλά να που τώρα αμφιβάλλω και γι’ αυτή την επιλογή. Λοιπόν συμπολίτες μου, δώστε μου μια γνώμη, μια συμβουλή, με πάσα ειλικρίνεια, για να μπορέσω ν’ αποφασίσω πώς να χειριστώ το κακό που μου έτυχε.

Μαντεύω και καταγράφω γνώμες λαβαίνοντας υπόψη μου όσες παραμέτρους του προβλήματος μπορεί να συλλάβει ο νους μου:

«Θα την χώριζα» είναι το τριάντα-έξι τοις εκατό των υποθετικών απαντήσεων. «Θα ζητούσα πρώτα εξηγήσεις είναι άλλο ένα τριάντα δύο και μισό. «Εξαρτάται από το πόσο την αγαπώ» άλλο ένα είκοσι και κάτι. «Δεν γνωρίζω-δεν απαντώ» ένα πεντέμισι τοις εκατό. Περίπου ενάμισι τοις εκατό είπε θα τη σκότωνα, (αστειευόμενοι; -μάλλον) και κάτι ψιλά έδωσαν άλλες κουφές, σαν την προηγούμενη, απαντήσεις. Αυτά λέει το φανταστικό μου γκάλοπ. Η απάντηση «θα έκανα το κορόιδο ή θα προσποιούμουν ότι δεν είδα τίποτε, που στην Αγγλία λόγου χάριν θα είχε ένα σημαντικό ποσοστό, εδώ ανήκει στα ψηλά υπόλοιπα, κάτω του ενός τοις εκατό. Όσο για τη δική μου απάντηση, δεν είναι φανερό; Στο πεντέμισι τοις εκατό, βέβαια, αλλιώς γιατί να βγω στους δρόμους και να επινοήσω ολόκληρη έρευνα; Αυτή, εν κατακλείδι, είναι η εικόνα που μας έδωσαν τα αποτελέσματα: Γύρω-γύρω όλοι, στη μέση ο Μανώλης.

Τι εξηγήσεις μου έδωσε εκείνη; Έχει μια κάποια δικαιολογία. Όταν ξεκαθαρίζαμε τα του παρελθόντος μας, μου είπε ότι τον Παντελή δεν μπορούσε να μην τον βλέπει σαν φίλο. Γνωρίζονται από παιδιά, αγαπήθηκαν δυο-τρεις φορές και άλλες τόσες χώρισαν -επικίνδυνη κατάσταση έτσι; Αυτή η επανασύνδεση κάτι φανερώνει, μια έλξη, ένα δέσιμο. Πάντως ξέρω ότι όλες τις φορές αυτή τον χώριζε, (και βέβαια δεχόταν να τα ξαναφτιάξουν, -ήμουν παιδί της παρέας εδώ και πέντε χρόνια και γνωρίζω αρκετά). Τον εκτιμούσε και τον εκτιμά, καλό και τίμιο παιδί, σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από μένα, λόγω μεγάλης περιουσίας, αλλά δεν ήταν ερωτευμένη, όπως υποτίθεται ότι είναι μαζί μου. Και, ναι, με παρακάλεσε να μην την υποχρεώσω να τον κάνει εντελώς πέρα, θα έχανε έναν πολύ καλό και σταθερό φίλο. Αρκούν αυτά σαν εκ των προτέρων δικαιολογία; Δηλαδή επειδή αποδέχτηκα τον παραπάνω όρο, θα μπορεί όποτε θέλει να βγαίνει μαζί του και να τα λένε έτσι σοβαρά και χαμηλόφωνα στις καφετέριες; Και ο κόσμος που τους έβλεπε; Τι θα έλεγε για μένα;

Οργίστηκα και όταν της έστειλα μήνυμα στο κινητό να διακόψει τον καφέ με το Σωτήρη, -δηλαδή τον πολλάκις πρώην- και να έρθει επειγόντως να με βρει στην απέναντι καφετέρια, υπάκουσε αμέσως και ήρθε σαν βρεγμένη γάτα.

«Είναι απαράδεχτο αυτό που κάνεις» της είπα. Είπαμε να έχετε μια φιλία, να βγαίνετε όταν υπάρχουν κι άλλοι, αλλά οι δυο σας εν αγνοία μου; Αυτό πάει πολύ. Όφειλες από πριν να μου το πεις και μάλιστα να μου αναφέρεις το πού και το πότε και θα ήσουν καθαρή. Τώρα με υποχρεώνεις να σου πω ότι θα σκεφτώ απ’ την αρχή την υπόθεση του γάμου μας».

Είπε κι αυτή τα δικά της, ότι ήταν με την αδελφή του ο Σωτήρης, όταν συναντήθηκαν, αλλά όταν κάθισαν, η καλή αδελφούλα είπε συγνώμην, κάτι θυμήθηκα, έχω μια δουλίτσα, θα ξαναρθώ, -αν δεν ήταν πλάτες αυτό, τι ήτανε;

Εντάξει, εγώ μέχρι το μεσημέρι έπρεπε να επισκεφτώ τη μητέρα μου, με περίμενε, βρήκα εκεί εκτός από την αδελφή μου και γειτόνισσες κι έφυγα νωρίτερα. Έκανα μια βόλτα μήπως βρω κανέναν φίλο, πήγα στο στέκι του Θανάση Μ. για καφεδάκο, όπως λέει τον καφέ ο Θανάσης, κι έπεσα πάνω στην περίπτωση.

Τι μου είπε όταν την απείλησα ότι θα σκεφτώ απ’ την αρχή τον αρραβώνα μας; Θεέ μου, δε θέλω να το σκέφτομαι. Αν δεν την ήξερα, θα έλεγα ότι είναι μεγάλη θεατρίνα: «Αυτή τη στιγμή μου μπήχνεις ένα μαχαίρι στην καρδιά», είπε και στη συνέχεια με παρακάλεσε να ελέγχω τη ζήλια μου. «Αν ήταν κάτι πονηρό, θα κανονίζαμε συνάντηση σε δημόσιο χώρο;»

Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Πάντως αναγνώρισε ότι έπρεπε να μου είχε στείλει ένα μήνυμα ενημερωτικό, αλλά θα την καταλάβαιναν τα αδελφάκια και ντράπηκε. Δηλαδή έβαλε τους άλλους πάνω από μένα.

Τέλος πάντων, είπα να δώσω χρόνο στον εαυτό μου να το σκεφτώ και από φόβο μήπως την αδικήσω, της επανέλαβα ότι την αγαπάω, την καθησύχασα αλλά της ομολόγησα ότι θα υποφέρω για μέρες, ώσπου να το ξεπεράσω.

Είμαι στη δεύτερη μέρα, Κυριακή. Υποφέρω. Την αγαπώ, πράγματι. Θέλω να σκεφτώ πώς να χειριστώ το θέμα, δεν μπορώ να αρχειοθετήσω τον φάκελο αυτό, τον έχω μπροστά μου και με τρομάζει. θέλω μοναξιά. Όχι σε τέσσερες τοίχους, εκεί δε μαθαίνεις τίποτε. Κι εγώ χρειαζόμουν πληροφόρηση και συμβουλές και προ παντός καθαρό μυαλό. Τι; Βιβλίο; Στα βιβλία τα βρίσκεις όλα, ε; Σύμφωνοι, αλλά σαν κυνηγός που ήμουν μέχρι πρόσφατα, έμαθα να διαβάζω το βιβλίο της φύσης. Λίγο περπάτημα στον καθαρό αέρα, θα καθάριζε τη σκέψη μου θα σκεφτόμουν ήρεμα και πιο σωστά.

Πήγα σε κοντινό χωριό. Μόλις είχε σχολάσει η εκκλησία. Μακάρισα τους πιστούς και τους ζήλεψα. Δεν ξέρω πόσα κατάλαβαν από τη λειτουργία, αλλά η γαλήνη στα πρόσωπά τους ήταν όντως αξιοζήλευτη. Πήρα το δρόμο έξω απ’ το χωριό,

Ο ουρανός καταγάλανος, μερικά λευκά συννεφάκια, λόγγος, ελιόδεντρα και διάσπαρτα κυπαρίσσια, φιγούρες σκεπτόμενες.

Ιδανικό περιβάλλον για να βρω απάντηση, να ανακουφιστώ. Πέρασα απ’ το νεκροταφείο, ανέβηκα την ανηφόρα και στα εκατό μέτρα να ένα σπίτι που το ήξερα ακατοίκητο, τώρα το βλέπω ανοιχτό. Ασβεστωμένο, με κουρτίνες στα παράθυρα, φρέσκια λαδομπογιά που γυάλιζε στα πορτοπαράθυρα, περιποιημένο κήπο, καινούργια ψηλή περίφραξη, κότες στην αυλή, γλάστρες και λουλούδια.

Να και το κεφάλι ενός γέρου στο παράθυρο, είδε που κοντοστάθηκα και περιεργαζόμουν το σπίτι, δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό, κοιταχτήκαμε, εγώ έμεινα να κοιτάζω ακίνητος, αμήχανος.

«Καλημέρα, παλικάρ’» με χαιρέτησε πρώτος.

«Καλημέρα, μπάρμπα. Έχω λίγους μήνες, ίσως και χρόνο να περάσω από δω κι αυτό το σπίτι το ήξερα κλειστό. Δικό σου είναι;» είπα για να δικαιολογήσω την αδιακρισία μου, που κοίταζα μέσα στο σπίτι του σαν κουτσομπόλα γριά.

«Ήτανε και είναι δικό μου. Πατρικό. Είπα να έρθω εδώ να περιμένω το τέλος, κοντά είναι το νεκροταφείο, δε θα τους βάλω σε κόπο να με κουβαλάνε μακριά».

«Α, μη λες τέτοια, δεν κάνει, εγώ σε βλέπω κοτσανάτο. Μόνος σου έκανες αυτά τα έργα ή έβαλες εργάτες;»

Πέτυχα διάνα.

«Εγώ όλα. Πού λεφτά για εργάτες».

«Για βάλε εμένα να σου τα κάνω αυτά και να δεις. Μπορώ; Αμ’ δε μπορώ και είμαι τριάντα πέντε. Για να κάνεις τόσες δουλειές, πάει να πει έχεις ζωή μέσα σου. Θα τα εκατοστίσεις. Στο λέω εγώ».

«Πα πα πα, κουνήσου απ’ τον τόπο σου. Δε θέλω. Το μόνο που παρακαλάω τον Κύριο είναι να φύγω μια κι έξω κι όσο γίνεται πιο γρήγορα», -λόγια που τα συνηθίζουν οι γέροι.

Είχαμε και οι δυο όρεξη για κουβέντα, ήταν προφανές. Με κάλεσε μέσα για καφέ.

«Ωραία είναι κι έξω στην αυλή» του είπα. «Μου αρέσει να βλέπω το βουνό». Καθίσαμε έξω, μπροστά σε ένα στρογγυλό, μεταλλικό τραπεζάκι, βαμμένο μπλε, από εκείνα με τα τρία πόδια που είχαν παλιά τα καφενεία. Το έφερε από το πλάι του σπιτιού, το έβαλε κοντά στο πέτρινο πεζούλι, αυτός κάθισε στο πεζούλι πάνω σε ένα μαξιλάρι, εγώ σαν τιμώμενο πρόσωπο κάθισα στην ψάθινη καρέκλα, επίσης βαμμένη μπλε, που μου πρόσφερε.

Ψηλός ξερακιανός με ψαρά μαλλιά, βλέμμα σβησμένο, αργό, έγερνε κάθε τόσο το κεφάλι στο πλάι σαν να παρακαλούσε για κάτι.

Του συστήθηκα, του εξήγησα ότι πρώτα κυνηγούσα αλλά τώρα προτιμώ να περπατώ ειρηνικά και να χαλαρώνω και κάνοντας κορώνα κατέληξα «είμαι φυσιολάτρης, με ξέρουν όλοι». Μιλήσαμε για τις εργασίες που έκανε για την αποκατάσταση του σπιτιού, έπειτα για τον καθαρό αέρα της εξοχής που απολάμβανε, την ομορφιά του τοπίου.

Ένας λαστιχένιος σωλήνας κατέβαινε από μια πηγή κάπου διακόσια μέτρα πιο ψηλά και πότιζε τον κήπο του με τα θρεψερά λαχανικά του. Είδε που θαύμαζα και με ρώτησε αν ήθελα να μου βγάλει κρεμμυδάκια και μαρούλια.

«Άστο για άλλη φορά» του λέω, «τώρα θα πάρω τον ανήφορο για την Αγία Παρασκευή».

«Τα παίρνεις στο γυρισμό», μου λέει.

«Θα κάνω το γύρο, δε θ κατέβω από δω. Θα ξανά ’ρθω, σου δίνω το λόγο μου. Αυτός ο τόπος μου αρέσει και τώρα που έχω στέκι…Θα φέρω λουκάνικα να ψήσουμε στο τζάκι σου…»

«Κρασί βρίσκω εγώ, κάποιος μου δίνει απ’ το δικό του».

«Τέλεια» Κοίταξα ένα γύρο. Ένα κίτρινο πουλάκι πάνω σε μια αγραπιδιά φλυαρούσε γλυκύτατα. Μερικά λευκά συννεφάκια αγωνίζονταν να δώσουν μια συγκεκριμένη μορφή στη χαοτική τους μάζα. Από παραπάνω με έφτανε το μουρμουρητό του ρυακιού. Όλη η φύση μου έστελνε σήματα για να επικοινωνήσω μαζί της και τα μηνύματά της γινόταν όλο και πιο ευκρινή. «Λοιπόν, σε ζηλεύω. Πρέπει να περνάς πολύ ωραία. Εδώ. Γαληνεύει ο νους του ανθρώπου. Πρέπει να είσαι ευχαριστημένος.» πρόσθεσα.

«Ωραία είναι, παιδάκι μου, αλλά οι νύχτες είναι φοβερές. Δεν περνάνε οι άτιμες».

«Έχεις αϋπνίες;»

«Αϋπνίες; Δε λες τίποτα». Κούνησε το κεφάλι και μια πίκρα σκίασε τα μάτια και όλο το πρόσωπό του.

«Λοιπόν, θα σου φέρω κάτι ακίνδυνα χάπια για τον ύπνο, που είναι φυτικά, δηλαδή από βότανα. Έχουν λεβάντα, βάλσαμο, ακίνδυνες ουσίες, σαν χαμομήλι. Δεν πειράζουν πουθενά και θα κοιμάσαι σαν πουλάκι.».

«Δε θα μου κάνουν τίποτα, παιδί μου. Έχεις από αυτό το φρούτο που έφαγε ο Οδυσσέας και ξέχασε το νησί του; Αν υπάρχει αυτό, και μου τό ’φερνες, θα κοιμόμουνα».

«Υπάρχει κάτι που θέλεις να ξεχάσεις, ε;»

«Εγώ θέλω αλλά αυτά θέλουν;»

«Ποια;»

«Τα φαντάσματα».

Κοίταξα αριστερά κάτω, στη κατηφόρα και είδα δίπλα στα πεύκα το εκκλησάκι με το νεκροταφείο και τα γέρικα κυπαρίσσια».

«Έλα τώρα, μη μου πεις ότι φοβάσαι το νεκροταφείο.»

«Όχι εκείνο το νεκροταφείο παιδάκι μου. Το άλλο.»

«Ποιο άλλο;» Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μήπως δω κανένα ερείπιο, κανέναν τάφο, κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει στοιχειωμένο, τίποτα.

Έδειξε το κεφάλι του. Χτύπησε με το δείχτη του δεξιού χεριού το αντίστοιχο μηνίγγι. «Αυτό το νεκροταφείο. Έχει κάτι φαντάσματα εδώ μέσα που δεν τα κάνεις καλά με τίποτα. Ούτε με ξόρκια, ούτε με προσευχές, ούτε με βλαστήμια ούτε με φοβέρες. Με τίποτα».

«Α, είναι η φαντασία σου, δεν είναι αληθινό» είπα θριαμβευτικά σαν να έλυσα το πρόβλημα.

«Χμμ. Είχα ένα σκυλί, έτσι για ασφάλεια, για τα δυο κατσίκια, τα πέντε πρόβατα και τις κότες, γιατί εδώ έχουμε τσακάλια κι έσβια, (εννοούσε ασβούς), και όταν είχα αυτές τις επισκέψεις, ούρλιαζε το δύστυχο, σαν να έβλεπε τον εξαποδό. Το πρωί, όταν πέρναε το κακό με κοίταγε και σκιαζόταν. Μαζευόταν στη γωνιά σα δαρμένο. Τι έφταιγε αυτό; Το έδωσα και γλύτωσε. Ήταν έξυπνο ζώο, τα έβλεπε όλα. Αυτό στο λέω γιατί είπες ότι είναι στη φαντασία μου. Αληθινά φαντάσματα, σου λέω, πέρα για πέρα αληθινά.»

«Λυπάμαι, δεν ξέρω τι να πω. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω».

«…Να τα ακούς το χειμώνα και να τρέμεις. Ουρλιάζουν τα τσακάλια, ουρλιάζει ο αέρας κι αυτά να κλαίνε ακόμα πιο δυνατά. Να μην ξέρω πού να κρυφτώ. Κλείνω τ’ αυτιά, τυλίγομαι στις κουβέρτες, τίποτα. Αυτό το νεκροταφείο είναι χειρότερο απ’ το άλλο, βλέπεις. Δε γκρεμίζεται. Είναι μέσα στο κεφάλι. Κοιμάσαι μ’ αυτό, ξυπνάς μ’ αυτό, τρως μέσα σ’ αυτό, ζεις μέσα στα μνήματα».

«Με τον καιρό θα περάσει» είπα σαστισμένος.

«Άμα ήταν να περάσει θα είχε περάσει».

Νεκρική σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. Κρίμα. Νόμισα ότι θα μπορούσα να του έλεγα το πρόβλημά μου, έτσι σαν εξομολόγηση, για να το βγάλω έξω, έτσι ή αλλιώς ούτε με ήξερε ούτε τον ήξερα, μέρος της φύσης ήταν κι αυτός, στοιχειό σαν τα φαντάσματά του, θα με άκουγε. Αλλά τώρα, μετά από όλα αυτά τα περί νεκροταφείου, ήταν αδύνατον. Μιλούσα με έναν άνθρωπο άρρωστο, πιο άρρωστο από μένα, σε τι θα ωφελούσε να πω το δικό μου πόνο; Σηκώθηκα να φύγω.

«Λοιπόν, θέλεις να δοκιμάσεις εκείνα να φυσικά χάπια που σου είπα; Θα σου τα φέρω δώρο, σε ανταπόδοση της φιλοξενίας σου» είπα.

Με κοίταξε με ένα βλέμμα σαν κάτι να ήθελε, αλλά σίγουρα όχι αυτό που του πρόσφερα. Ίσως ήθελε να πει κι άλλα, να τον ακούσω, είχε δικό του βάσανο να μολογήσει, να περιγράψει το νεκροταφείο του. Δεν ήθελα να ακούσω, δεν ήμουν εις θέσιν, δεν ήμουν αρμόδιος, δεν ήμουν κατάλληλος, δεν είχα όρεξη. Ένοιωσα ένα πλάκωμα στο στήθος. Μου ήρθε να το βάλω στα πόδια.

Πηγαίνεις στην εξοχή για να ξεσκάσεις, να φυσήξεις από μέσα σου το μαύρο σύννεφο που σε πνίγει, αλλά αν βρεις άνθρωπο επίσης άρρωστο και πεις δυο λόγια παραπάνω, πάει όλη η ωφέλεια, γέμισες αράχνες από μια ψυχή ερείπιο, αρρωσταίνεις χειρότερα. Συμπέρασμα, αν ζητήσεις γιατρειά από τη φύση, φρόντισε να είσαι εσύ κι αυτή, τετ. Η φύση είναι αμόλυντη όταν είναι άγγιχτη απ’ τον άνθρωπο, τραβάει το πύον από μέσα σου, σαν καθαρό βαμβάκι, σου το παίρνει και μένει πάλι καθαρή. Οι άνθρωποι σε μολύνουν όταν είναι άρρωστοι (και δυστυχώς οι περισσότεροι ήμαστε άρρωστοι) και σε κάνουν να χειροτερεύεις.

Και πάλι: Ήταν σωστό που έφυγα; Αν αυτά που άκουγα ήταν μια κραυγή αγωνίας από μια ψυχή που ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια; Έπρεπε έτσι, σαν αυτιστικός, να κλειστώ στο δικό μου ψυχοπλάκωμα και να αδιαφορήσω;

Με σταμάτησε απότομα με το λόγο του στην αυλόπορτα:

«Σ’ όλη τη ζωή δέχεσαι μαχαιριές και δίνεις. Είναι δεν έτσι;»

Άλλο και τούτο.

«Μεταφορικά, ναι», απάντησα αναρωτώμενος αν υπήρχε στο λεξιλόγιό του η λέξη «μεταφορικά». Απάντησα ειλικρινά, δεν μπορούσα να πω όχι. Μου ήρθαν στο νου τα λόγια της Πηνιώς «Αυτή τη στιγμή μου μπήχνεις ένα μαχαίρι στην καρδιά», θυμήθηκα και τον Ελληνομαθή, Αγγλόφωνο* ποιητή, που είπε «όλοι οι άνθρωποι σκοτώνουν αυτό που αγαπάνε».

Είναι αλήθεια. Σε όλοι μας τη ζωή δίνουμε και εισπράττουμε μαχαιριές, άλλες επιδερμικές, άλλες βαθιές, μερικές κατάκαρδα. Σοφά λόγια, τώρα που τα σκέφτομαι.

«Θα σου πω μια κουβέντα και τέλος. Να πας στο καλό».

«Να την ακούσω».

«Φρόντισε τις περισσότερες μαχαιριές να τις φας εσύ. Να δώσεις όσο μπορείς λιγότερες κι αν μπορέσεις, να μη δώσεις καμία σε κανέναν. Άκου με που σου λέω, κάτι ξέρω».

Μήπως το σύμπαν το πατρικό και μητρικό κι αγαπημένο μου, το μέγα το μυστηριώδες και πανταχού παρόν, μίλησε με τα λόγια ενός γέρου που φοβόταν τα στοιχειά που κουβαλούσε, στοιχειό της φύσης ο ίδιος, κι απάντησε στο ερώτημα που έβαλα, μόλις πάτησα το πόδι μου στην εξοχή;

Σ.Κ.Σ.

* (And all men kill the thing they love)
Oscar Wilde: “The Ballad of Reading Gaol”

Τύμπανο 1 / Φεβρουάριος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: