Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Δε γίνεται τίποτα, ε;

Κοινοποίηση

kalliergeia

Η ένσταση του αναγνώστη καίρια και σαφής: “Μιλάς στα άρθρα σου για Παραγωγικό Κίνημα. Ζητάς συνεργασία των μικρών παραγωγών για ίδρυση Ανωνύμων παραγωγικών και εμπορικών Εταιρειών στη θέση των Συνεταιρισμών. Δε βλέπεις ότι αυτά είναι ανέφικτα;”. Ήθελε να πει “μπούρδες”, αλλά συγκρατήθηκε. Η απάντησή μου ήταν: “Φυσικά και είναι ανέφικτα”. Η απορία του ήταν: “Τότε… γιατί τα γράφεις;”. Και είπα: “Επειδή είναι το μόνο καλό που έχω να πω”.

Σώπασε για λίγο. Άλλο περίμενε ως απάντηση. Κατάλαβα τις σκέψεις του και μπήκα σε εξηγήσεις. Έκαμα όμως το λάθος να πω τη σκέψη μου με τη μορφή ερώτησης:

– Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι αγνοώ την κατάσταση γύρω μου;
– Δεν είπα ότι έχεις άγνοια!
– Όχι δεν το είπες! Είπες “δε βλέπεις ότι είναι ανέφικτο;”. Πώς να το εκλάβω αυτό; Το εκλαμβάνω ως απορία δική σου για την δική μου άγνοια. Η απορία αυτή σ’ έκαμε να μου τηλεφωνήσεις, ξεκίνησες από τη γνώση που έχεις εσύ κι από την άγνοια που είδες να έχω εγώ. Σου μιλώ λοιπόν για το προστάδιο της κουβέντας που είπες. Και, αφού σου εξήγησα την διαδικασία, ξαναρωτώ: Νομίζεις ότι έχω άγνοια τόπου και χρόνου;

Δεν ήθελε να παρακολουθήσει τον συλλογισμό και επέμενε.

– Δεν είπα ότι έχεις άγνοια. Λέω μόνο ότι αυτά που γράφεις, δε γίνονται. Δε νοιάζεται κανείς για τέτοια πράγματα.

Τι να κάνω; Ενέδωσα στην τακτική του και στρογγύλεψα το θέμα λέγοντας:

– Μα το ξέρω αυτό. Αμφιβάλλεις;

Το έβαλα έτσι για να τον παγιδέψω στη λογική. Αλλά ο συνομιλητής μου αντιστεκόταν:

– Σου τηλεφωνώ για να σου πω ότι: Είναι καλά αυτά που γράφεις, αλλά δεν τ’ ακούει κανείς. Άρα δε γίνονται.

Μπορεί να μη γίνονται αυτά που λέω. Ήταν όμως ανάγκη να περάσω από μια καταγραφή εντύπωσης ότι “δεν ξέρω τι μου γίνεται”;

Η τηλεφωνική συνδιάλεξη έφτανε σε αδιέξοδο, θα έμενε στάσιμη αν δεν αποδεχόμουν την διαπίστωση του συνομιλητή, φορτισμένη από ατυχίες και παθήματα που κάθε ανθρωπάκος αυτού του καιρού έχει υποστεί: Ναι, αυτά δε γίνονται! Το Παραγωγικό Κίνημα που οραματίζομαι κι έχω την αφέλεια να το γράφω σε άρθρο και να το δημοσιεύω, είναι μια ουτοπική ιδέα!

Μας διέκοψε το τηλεφώνημα ενός πελάτη του και βρήκα χρόνο να σκεφτώ: Αυτό που έγραψα για την ανάγκη ενός Παραγωγικού Κινήματος ήταν απλά μία φενάκη. Αν, καθώς είπα ήδη, “είναι το μόνο που έχω να πω, αν αυτό είναι το μόνο λογικό πράμα που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε”, ε, τότε, καλύτερα να σιωπήσω ολότελα. Αν, δηλαδή, το μόνο που έχεις να πεις τοποθετούμενος στα κοινά, είναι αυτό που, εν τέλει, συνιστά φενάκη, τότε καλύτερα να το βουλώσεις το ρημάδι, να ‘συχάσουμε. Γιατί να γράφεις κάτι που δε γίνεται; Στο κάτω – κάτω η δημοσιογραφία ορίζει να γράφεις μόνο αυτό που έγινε, όχι αυτό που ΘΑ γίνει, πολλώ δε μάλλον αυτό που πρέπει να γίνει. Δεν είναι δουλειά του δημοσιογράφου αυτό, αλλά δουλειά του πολιτικού. Είναι μια διαφορά που μπορεί να έχει ξεχαστεί στις μέρες μας, όλα έγιναν ένα τουρλουμπούκι, ωστόσο δίνει τον τόνο και βάζει τα όρια.

Να που φτάσαμε κατ’ ανάγκη σε ένα σημαντικό υπαρξιακό πρόβλημα: Για να γράφω τέτοια πράγματα, πρέπει να ΜΗΝ είμαι δημοσιογράφος. Αν θέλω να λέω τέτοια, ναι, πρέπει να σταματήσω να είμαι δημοσιογράφος και να γίνω πολιτικός.

Μάλιστα! Άντε και γίνομαι πολιτικός… Οπότε, τότε, μπορώ να βγω και να πω στον κόσμο: “Λέω να ξεκινήσουμε ένα Παραγωγικό Κίνημα. Αντί Συνεταιρισμού, να ιδρύσουμε μία Ανώνυμη Εταιρεία, να είναι παραγωγική και, ταυτόχρονα, εμπορική, ώστε να μπορεί να κάνει εξαγωγές επώνυμων αγροτικών προϊόντων”.

Άντε και βγήκα στον κόσμο ως πολιτικός και όχι ως δημοσιογράφος πλέον. Άντε και είπα αυτά τα ωραία πράγματα. Ποιος πολίτης θ’ ακολουθήσει; Απάντηση: Κανείς! Όλοι θα τρέξουν στο απέναντι πολιτικό Γραφείο, εκεί που ο… συνάδελφος υπόσχεται διορισμούς στο Δημόσιο, εν ολίγοις, μιλά για όλα αυτά τα προνόμια του εργαζόμενου που ήρθε το κακό μνημόνιο και τα κατάργησε.

Ποια τύχη έχω ως πολιτικός;

Καμία.

Η ουτοπία του καλού πολιτικού που θα γίνω, είναι ίδια με την ουτοπία του κακού δημοσιογράφου που ήμουν. Η πραγματικότητα γύρω παρέμεινε ίδια. Μηδέν, από μηδέν, μηδέν! Κι εγώ, βυθισμένος σ’ αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα, να σκέφτομαι πλέον πόσο βλάκας είμαι… Πόσο ηλίθιος ήμουν όλο τον καιρό…

Συμπέρασμα: Η πολιτική ΔΕΝ θα λύσει τα προβλήματα αυτά. Δε μπορεί.

Μα… τότε… ποιος θα τα λύσει;

Ο Φούφουτος!

Είναι σίγουρο πως η απάντηση αυτή δεν σας ικανοποιεί. Ας ψάξουμε λοιπόν λίγο παραπέρα: Για να γίνει ένα Παραγωγικό Κίνημα (επιμένω, επειδή σ΄ αυτό συμφωνούν άπαντες), πρέπει, λέει, να το οργανώσει το κράτος.

Μάλιστα! Όμως ρωτάς: Ποιο κράτος; Και τι ακριβώς πρέπει να κάνει το κράτος; Μήπως δεν ξέρουμε πως ό,τι κι αν κάνει το κράτος, το κάνει στραβά κι ανέσωστα;

Παίρνεις την απάντηση: “Ε, τότε, δε γίνεται τίποτα”.

Η αλήθεια είναι ότι, ναι, “δε γίνεται τίποτα”. Έτσι αναλύσαμε το θέμα και με τον συνομιλητή μου. Φτάσαμε σ’ αυτή τη ρεαλιστική διαπίστωση. Το συμπέρασμα και των δυο μας είναι ότι “δε γίνεται τίποτα”. Δε μπορεί να γίνει τίποτα. Δεν πείθεται κανένας για τίποτα. Κι έπεσε μια βουβή κουρτίνα ανάμεσά μας, σκέπασε τα πάντα, συννέφιασε και μαύρισε η ψυχή μας…

Λέω λοιπόν τώρα: Όντως, “δε γίνεται τίποτα”. Όντως, κανείς δε μπορεί να κάνει τίποτα. Όμως η ζωή δεν αντέχει τα κενό. Με κάποιο τρόπο το αναπληρώνει. Είναι σαν τον αέρα. Όσον αέρα και να ρουφήξεις με μία αεραντλία, θα έρθει άλλος αέρας ν’ αναπληρώσει το κενό.

Εδώ λοιπόν… Τι αέρας, ποιος αέρας, τι θα έρθει για ν’ αναπληρώσει το κενό; Όταν εμείς ως πολίτες ή το κράτος δε μπορεί να κάνει τίποτα, είναι νομοτέλεια, κάτι θα έρθει για ν’ αναπληρώσει το κενό που αφήνει η αδράνεια και η ανικανότητά μας.

Τι;

Όταν ο λαός γίνεται ασκέρι, το κράτος καταλύεται. Καμία πολιτική δύναμη δεν είναι ικανή ν’ αναλάβει τα ηνία. Σ’ αυτό το κράτος που έχουν απαξιωθεί τα πάντα, το κενό αρχών θα καλυφθεί με τους Αλβανούς που θα έρθουν στα πράγματα. Και θα έρθουν, επειδή σκίζονται στη δουλειά. Θα έρθουν οι φίλεργοι μετανάστες όποιας καταγωγής, όλων των χρωμάτων, οι επήλυδες που έφυγαν από τους δικούς τους έρημους τόπους για να έρθουν στον δικό μας χαριτόβρυτο τόπο. Αυτοί θα πάρουν τη θέση μας. Αυτοί θα πάρουν τη δική μας θέση. Και θα την δικαιούνται βεβαίως. Κανείς δεν θα μπορεί να τους στερήσει δίκαια το δικαίωμα στη ζωή που κατέκτησαν με μόχθο, αίμα και ιδρώτα, ως εργάτες με αφεντικά εμάς, έχοντας εργοδότες εμάς. Λοιπόν, θα κάνουν όσα δεν κάνουμε εμείς. Θα τα κάνουν βέβαια με τον δικό τους τρόπο. Και θα καλύψουν το μεγάλο κενό που αφήνουμε τώρα. Μετά θα ριζώσουν στον τόπο που κάποτε ήταν δικός μας. Για τα παιδιά των εργατών μας, ο τόπος μας θα είναι τόπος ΤΟΥΣ. Και θα έχουν κάθε δικαίωμα να προβάλλουν την κουλτούρα τους στη δημόσια ζωή, ν’ ασκούν τα ήθη και τα έθιμά τους, να πιστεύουν στο Θεό τους, να χτίζουν τους τόπους της λατρείας τους, πολύ σύντομα θ’ αποκτήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, θα γίνουν Δημοτικοί Σύμβουλοι, βουλευτές, υπουργοί, θα έρθει η μέρα που θα χαρούν τον πρώτο πρωθυπουργό τους, τον δικό τους πρωθυπουργό. Χαλάλι τους όμως! Έτσι δεν είναι;

Ακριβώς έτσι είναι! Κι επειδή είναι ακριβώς έτσι, είναι αφέλεια που διατυπώνεις ακόμα και μια ιδέα για τη λύση του προβλήματος, μιλώντας επί παραδείγματι για “Παραγωγικό Κίνημα”. Όταν ξέρεις εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να πεισθεί κανείς, καλύτερα να σιωπήσεις. Καλύτερα να πας στο γήπεδο και να ξεδίνεις βρίζοντας τη μάνα του διαιτητή.

Εμείς, που δεν κάνουμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ούτε καν το στοιχειώδες για να δημιουργήσουμε κάτι, ούτε καν το ελάχιστο για να υπερασπίσουμε κάτι, για να στήσουμε μία δουλειά ή να γίνουμε εργοδότες του εαυτού μας, τι περιμένεις, θα γίνουμε απλοί θεατές των γεγονότων, είναι μαθηματικώς βέβαιο, θα αισθανόμαστε και θα είμαστε ξένοι στον τόπο μας. Και καλά να πάθουμε… διότι ο τόπος που μας γέννησε, δε μας αξίζει, αδέρφια!

kammenos-banner-inner

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: