Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Αστακιωτών ανάβαση

Κοινοποίηση

astakioton-anavasi1

Γράφει ένας… Μέτοικος Αστακιώτης
14 Αυγούστου 2014

Επί τριάντα τόσα χρόνια σα μέτοικος πολίτης της “Αρχόντισσας του Ιονίου”, όπως κάποιοι εραστές της πόλης τους ονόμασαν την πολίχνη του Αστακού, πάσκιζα να βρω τρόπους να γνωρίσω τον φυσικό περίγειο της οροσειράς που δεσπόζει στην πόλη. Η ασίγαστη επιθυμία μου να περπατήσω στην κορυφογραμμή της είχε γίνει πόθος και ταυτόχρονα μαράζι. Αλλά πώς; Δεν ήμουν αετός μήτε ερπετό στην αιγοθρέφτρα Βελούτσα ν’ ανεβώ. Όμως “ελήλυθεν η ώρα”, όταν ο φίλος Δήμος Βαρόπουλος ανέλαβε με ψυχή και καρδιά να κάνει πράξη την ανεκπλήρωτη επιθυμία μου. Παραμονή της Παναγίας ο επίμονος πόθος μου απέκτησε φτερά: «Και στων ανόμων ανέβηκα Κυκλώπων την πατρίδα που κατοικούσαν στων βουνών κατάκορφα στις ράχες» (Ομήρου 1-107-118). Με ταγό (αρχηγό) τον φιλόπολη Γεώργιο Παμπούρη (γνώστη παιδιόθεν της ατίμητης αυτής οροσειράς των Ακαρνανικών ορέων) κινήσαμε σε ώρα γλυκόφωτη κι ένα ελπιδοφόρο καρδιοχτύπι για το τι θ’ αντιμετωπίσουμε μπροστά στο άπλωμα του αγνώστου. Μαζί μας ο Αστακολάτρης καλλιτέχνης Τάκης Παμπούρης με την φωτομηχανή του αγκαζέ σαν ερωμένη και οδηγό στο τούρμπο αγροτικό του, τον πάντα πρόθυμο Γιάννη Γιαννούλη ή Καραμπινιέρη, πατήσαμε τα απάτητα για την πλειοψηφία των αυτοχθόνων ανεμοδαρμένα ύψη. Παρακάμπτοντας τον πολιτισμό της ασφάλτου ανηφορίσαμε σε μονοπάτι πολύστροφο γεμάτο λιθοσώρια, όταν σταματήσαμε στο πρώτο φυσικό λιακωτό, όπου οπτικά γνωρίσαμε το Βιλαέτι του Νοτιοδυτικού Ξηρόμερου. Ένα θαυμαστικό “ω”… βγήκε σαν αιθέριος ψιθυρισμός από τα χείλη μας, όταν αντικρίσαμε ό,τι ποτέ δεν θα δει ο Αστακιώτης που ευδαιμονεί στις καφετέριες της παραλίας. Τα νησιά Κάλαμος, Καστός και Άτοκος σαν ακίνητα νούφαρα στη θάλασσα των θρύλων αποδεικνύουν με την παρουσία τους στο λυκαυγές ότι «κάθε νησί είναι μία σχολή ομορφιάς και σκέψης». Ο Τάκης με τον φακό στα μάτια του, εγκλώβισε τα φυσικά δημιουργήματα στη μνήμη του μουρμουρίζοντας τα γαλλικά του για το συννεφόκαμα που θάμπωνε τον ορίζοντα.

astakioton-anavasi3

Κι ενώ στη γαλαζοπράσινη θάλασσα του Μύτικα έπαιζαν τα δελφίνια, οι εξ Αγρινίου παραθεριστές των κάμπινγκ ονειρεύονται ό,τι εμείς θαυμάζαμε, όμως ήρθε ακάλεστη η ιστορία να ραπίσει τη μνήμη και να αναθυμηθούμε τα αδίδακτα της εγκυκλίου παιδείας που η θύραθεν παιδεία δίδαξε στους φιλίστορες. Αναθυμήθηκα τις Τηλεβόες νήσους Κάλαμο, Καστό και Άτοκο που στις αρχές του πολιτισμού, χρησιμοποιούσαν ως μέσον επικοινωνίας τους Τηλεβόες (χωνιά) και τις φωτιές των φρυκτωριών με τους κατοίκους της αρχαίας Αλυζίας μα δεν τα παρομοίωσα με τα χωνιά του Μέγκα, Αντένα και του Σκάι. Όταν ο μεταφορέας μας άδειασε στο σημείο που ο αρχηγός υπέδειξε στη Λεωφόρο των ορέων η φιλέρευνη ομάδα μας με ορμή και όρεξη εφήβων, αν και σε ηλικία αθροίζαμε τρεις περίπου αιώνες, με δρασκελιές 20 περίπου πόντων για την εξασφάλιση της σταθερότητας, αναρριχηθήκαμε σε πουρναρόφυτο φαράγγι και σε πέτρες που ορθώνονται σαν λεπίδια, ενώ στην μυρωδιά της αγωνίας για το τι θα δούμε, ευφραίνονταν όλες οι αισθήσεις μας. Σε κάθε στάση για ανασασμό που ο αρχηγός μας υποδείκνυε κοιτώντας μας με οίκτο, διαπιστώναμε έκπληκτοι ότι πράγματι τα δέντρα πεθαίνουν όρθια, όταν γλιτώνουν από τον πέλεκυ των παράνομων λατόμων, όμως με τα νεκρά τους μέλη δημιουργούνε συμπλέγματα αφηρημένης καλλιτεχνικής νεοτροπίας με αποτέλεσμα ο ενεός φωτογράφος ν’ αποτυπώνει την ξύλινη γλυπτική σύνθεση σε δεκάδες ενσταντανέ. Μετά από κάθε πεντάλεπτη ανάπαυση εκτελούσαμε την εντολή του αρχηγού, ότι πρέπει να βιαστούμε πριν μας πιάσει η θερμοφορία και ξεκινούσε ορεξάτος, κάνοντας τον Δήμο να με κοιτάει με βλέμμα πλήθους νοημάτων. Εμείς όμως με την ανυπομονούσα περιέργειά μας οδηγό, αγκομαχώντας και μ’ ένα λακριντί αισιόδοξο, ακολουθούσαμε τον οδηγό που σαν ζαρκάδι πιλάλαγε κάθε εμπόδιο και μας περίμενε γελώντας, ενώ με το χέρι του για αντήλιο παρατηρούσε τα αχνάρια ίσως των παιδικών του βημάτων στο κορφοβούνι. Σαν τις χελώνες εμείς… μα με γαϊδουρινή υπομονή προχωρούσαμε για να καβαλικέψουμε τον αυχένα της Βελούτσας που από το Μόλο, όταν τον κοιτάζουμε, φαντάζει σαν ν’ αγκαλιάζει το ουρανοθέμελα. Όταν φτάσαμε σ’ ένα μαγευτικό οροπέδιο σε ύψος 800 μέτρων περίπου, κοντοσταθήκαμε απορούντες, ο Καραμπινιέρης μέσω της Κοσμοτέ ρωτούσε για την υγεία μας σκορπώντας άφθονο γέλιο στην κούρασή μας. Ο αρχηγός σαν σπουδαγμένος ξεναγός, κάτω από ένα τεράστιο σε ύψος και φύλλωμα (Μεράδι) δέντρο συγγενή της Βελανιδιάς μας ιστόρησε με λόγο γλαφυρό και ομιλούσες χειρονομίες το άξιο θαυμασμού κατασκεύασμα του φυσιολάτρη Γεωργίου Καρούζου, ένα πέτρινο καταφύγιο για τους τολμηρούς ορειβάτες και που δυστυχώς τα υποκείμενα της νέας εποχής το μετέτρεψαν σε στάβλο των επιδοτούμενων κτηνών τους. Η επαναληπτική μνημόνευση του ονόματος του πρωτεργάτη δημιούργησε έναν απαξιωτικό ψιθυρισμό για το νέο ήθος που κυριαρχεί και που θα εκλείψει αν οι αυτόχθονες τολμήσουν να γνωρίσουν το ρετιρέ της γενέθλιας πόλης που έχει φωλιάσει στα ριζά της. Τότε ήρθε πάλι η ιστορία ν’ απαντήσει στην απορία του Τάκη γιατί δεν είδαμε ακόμη βελανιδιά και που χάρη στον καρπό της, ο Αστακός κάλπαζε κάποτε στη πρόοδο; «Δύο φορές βάρβαροι λαοί και οι Αργείοι κατόπιν κάψανε το περιώνυμο Βελανιδοδάσος της Μάνινα, όπου ο Οδυσσέας έβοσκε τους περίφημους χοίρους του» ανταπάντησε ο φιλίστωρ που έχει διαβάσει Έρασμο (βορειοευρωπαίος φιλέλληνας). Ο αρχηγός ακούραστος ανηφόριζε το βουνό όπως ο ήλιος στον ουρανό κι εμείς πιστοί στον σκοπό μας σαν γνήσιοι ορειβάτες ακολουθούσαμε ονειρευόμενοι έναν δρόμο ασφαλτοστρωμένο, γιατί όπου πέφτει η άσφαλτος ορθώνεται η ανάπτυξη. Με τις ελπιδοφόρες αυτές σκέψεις στο δισάκι του μυαλού μας σαστίσαμε, όταν είδαμε τον αρχηγό με σηκωμένα χέρια λες και ευχαριστούσε τον θεό. Φτάσαμε… μας είπε κι όταν φτάσαμε κι εμείς και ακροποδίσαμε στην άκρη του γκρεμού και είδαμε την απέραντη θέα του παραδείσου μουγκαθήκαμε, ενώ ο Τάκης με πάθος απαθανάτιζε το θείο που αντίκριζε.

astakioton-anavasi2

Στον νεοεμφανισθέντα ορίζοντα μείναμε παθητικοί βιγλιστές και ο αρχηγός να ονοματίζει κάθε σημείο του ορίζοντα, απουσιάζοντος του Δήμου που αναπαύονταν αλάργα από την αιτία του δημιουργεί τον ίλιγγο. Να το Παναχαϊκό όρος, να το Παναιτωλικό, να ο Αίμος της Κεφαλλονιάς με την περίφημη ρομπόλα του και το ονομαστό του ελατόδασος που στην σκιά του οργά εις πρόοδο η μυθική γειτόνισσα των Κυκλώπων, να τα Ακαρνανικά, να ο Μπούμστος, όρη κατάσπαρτα με αρχαία και βυζαντινά μνημεία, ξεχασμένα από ένα λαό παθητικό στην ειμαρμένη του, καημοί, λαχτάρες, κόσμοι χαμένοι φρικιάζουν από τις αναμνήσεις, μάταια προσπάθησα να δώσω μορφή σε ό,τι μέσα μου τάραζε το νου, τότε ένιωσα την ματαιότητα του ονείρου και ταυτόχρονα την αξία του πραγματικού μπροστά στο μαγευτικό άπλωμα του κόσμου παντεπόπτης, χωρίς όμως να μπορώ να περιγράψω με λόγια εξαίσια την μαγική τοπιογραφία που αντικρίζω από το ρετιρέ της αναξιοποίητης Βελούτσας. Από το δέος που αισθάνθηκα έχασα οίστρο και λαλιά μα το ένστικτό μου πύρωσε την φαντασία μου, βλέποντας το Ιόνιο πέλαγος με τα κατάσπαρτα νησιά του και ψιθύρισα στίχο από τα ορφικά του Χασάπη (Ου λιπαρών νήεσσιν Εχινάδες όρμοι Έχουσαι ) στιχ. 130-157) δηλαδή «Ούτε οι Εχινάδες που έχουν όρμο ασφαλές αγκυροβόλι για τα πλοία την δέχονται». Μετά ήρθε η μνημοσύνη και σε γεμίζει σκέψεις, ακούγοντας τον Μιχαήλ Θερβάντες, τον χριστιανομάχο Ισπανό συγγραφέα του (Δον Κιχώτη) να σου λέει ότι στο νησί αυτό και μου δείχνει τον όγκο της Νήσου Οξιάς, εγώ έχασα το χέρι μου πολεμώντας τους αλλόθρησκους Μωαμεθανούς το 1571 και εσείς σήμερα χαίρεστε γιατί ο απόγονος των ηττηθέντων αγόρασε το νησί που θάφτηκαν τα όνειρα των προγόνων του. Χαίρονται οι νεοχριστιανοί δυστυχώς για τον πλούτο που θα τους φέρει ο Μωαμεθανός ξεχνώντας οι ανιστόρητοι το «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες». Ο ένθεος θαυμασμός για ό,τι αντικρίζουμε και ότι η μνήμη μας ψιθύρισε, μαζί με την κόπωση που όρθια μας κοιτάει θυμωμένη, αποφασίσαμε την τόνωση των διαμαρτυρομένων δυνάμεων. Ο νεότερος αλπινιστής της παρέας μας, ο Δήμος κάθισε πρώτος στο μπαλκόνι του ονείρου κατά Γκάτσο και σερβίρισε τον πιο σύγχρονο τονωτικό – εσπρέσο – στο πιο αρχαίο καραούλι ενώ το βλέμμα μας δεν χόρταινε την κοσμοεικόνα που μας συντρόφευε με την ελκυστική της παρουσία. Στην ευχάριστη αυτή ανάπαυλα διαπίστωσα ότι η έλλειψη οξυγόνου εξαέρωνε την μανιώδη επιθυμία του καπνίσματος και αναθυμήθηκα κατ’ ανάγκη το φθισιατρείο που ήθελε να χτίσει ο καπνάνθρωπος Παπαστράτος στον ελλατοσκέπαστο Άγιο Βλάση για τους φυματικούς καπνεργάτες, όταν με την χτικιάρα τους δουλειά πλούτιζαν έμποροι και πολιτεία. Γιατί δεν έγινε πράξη η επιθυμία του «Ευ πράτειν Ευ Ζην» δεν γνωρίζω. Γνωρίζω μονάχα ότι για κάθε θάνατο καπνεργάτη λέγανε ότι (απεβίωσε γέρων 42 ετών). Η θύμηση αυτή μ’ έκανε να συντροφεύω τον φουμαδόρο φίλο μου στην ηδονιστική απόλαυση της νικοτίνης κάτω από τις συμβουλές του αρχηγού και του φωτογράφου, που ασχολείται με το πάθος της φωτογραφίας. Από το μπαλκόνι αυτό του ονείρου που συζητούσαμε συνηθισμένα πράματα σε ασυνήθιστες συνθήκες διαπιστώσαμε την μικρότητά μας και όταν ρίχναμε το βλέμμα μας στη πόλη όλα φαίνονταν μικρότερά μας. Σπίτια σαν σπιρτόκουτα κι άνθρωποι σαν μυρμήγκια όλοι ίσιοι μεταξύ τους χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις τον πλούσιο από τον φτωχό κι εμείς πανεπόπτες της σκληρής πραγματικότητας που όταν στο μόλο πεζοπορούμε τη νιώθουμε σαν βρόχο στον λαιμό μας μα δεν αντιδρούμε. Μετά την ευχάριστη ανασκόπηση που κάναμε πάνω σε όσα ζήσαμε στο ρετιρέ της αρχόντισσας του Αστακού, έμφορτοι όλοι μας από πρωτόνιωστη ικανοποίηση ακολουθήσαμε τον αρχηγό. Διασχίσαμε το πέτρινο δάσος και σκαρφαλώσαμε στο ύστατο ύψωμα των 930 μέτρων, όπου βρέθηκε η εικόνα του προφήτη Ηλία κατά τα λεγόμενα του ξεναγού μας και η σύγχρονη επιστήμη, έστησε την κεραία του ανεμολογίου για την αξιοποίηση του ανέμου. Ροβολώντας πια από την ανέφελη κορυφή στ’ ακροφτέραγα της Βελούτσας ρίξαμε μια τελευταία ματιά στα λερωμένα νερά του λιμανιού όπου καθρεφτίζεται η μελαγχολία της εγκατάλειψης, με αποτέλεσμα: «Η πόλη να είναι αυτή που είναι επειδή οι πολίτες της είναι αυτοί που είναι». Στην διαχρονική σοφιστεία του Πλάτωνα πειθόμενοι ακολουθούμε το γκεσέμι της συντροφιάς. Η γλώσσα μας ροδάνι, εγκωμιάζαμε το κατόρθωμά μας, γιατί στα ευήλια του Αυγούστου, με βούληση πρόθυμη και σύμφωνη σάρκα αποδείξαμε ότι ο τολμών νικά. Με λόγο αλληλέγγυο και εγερτικό συμφωνήσαμε ότι όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία της πόλης του προσβάλει το παρόν της και δεν μπορεί με σεβασμό να χαράξει το μέλλον της, έως ότου έφτασε ο Καραμπινιέρης που μας αντιμετώπισε με ιατρικό βλέμμα απορώντας που μας βρήκε όλου όρθιους. Στην επιστροφή η (Λεωφόρος των ορέων) αδιαπέραστη από κοπάδια αγελάδες. Μαρσάριζε ο ιδιοκτήτης του τούρμπο μα αυτές αναίσθητες τον κοίταζαν με το γνωστό γλαρό τους βλέμμα, που ερέθισε την περιέργεια του Τάκη ρωτώντας τον οδηγό (γιατί σε κοιτάνε μ’ αυτό το βλέμμα σαν λούτα Γιάννη μ’) με την απάντηση του Καραμπινιέρη ξαφνιάστηκε ο Τάκης από την ενημέρωση για να απαντήσει στην απορία του «Γι’ αυτό με κοιτάει έτσι μια γειτόνισσά μου στην Αθήνα» με αποτέλεσμα να σκορπίσει άφατο γέλιο στην συντροφιά.

Φτάσαμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε περιχαρείς που χάρη στον Δήμο και την υπέροχη ξενάγηση του κυρίου Μπαμπούρη, τη συμπόρευση του Τάκη που χάρη στο πάθος του να αφήσει το παρελθόν της πόλης του στο μέλλον πήραμε μαζί μας ότι ζήσαμε κι αυτά χάρη στην αδυναμία του Καραμπινιέρη να μας αρνηθεί την συνδρομή του «Έτσι ένα τριαντάχρονο όνειρό μου έγινε πραγματικότητα.

kammenos-banner-inner

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: