Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Αναγκαιότητα στις εκλογές η «καθεστωτική ψήφος»;

Κοινοποίηση

«…Το παράδοξο της “καθεστωτικής ψήφου” έγκειται στο ότι: Η μετριοπάθεια του πολίτη και η μετριότητα του πολιτικού αποτελούν εγγυήσεις για την σταθερότητα και την ασφάλεια της χώρας…»

Οι πολίτες που θα ψηφίσουν ΠαΣοΚ ή Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, δεν σημαίνει ότι τους αρέσει το «μνημόνιο 2» που τα δύο κόμματα ψήφισαν υπό την σκέπη του Λουκά Παπαδήμου. Ούτε σημαίνει ότι θα πετάξουν από τη χαρά τους για τη νίκη του ενός ή του άλλου εκ των δύο κομμάτων εξουσίας. Αυτή τη φορά δεν θα πανηγυρίσει κανείς ούτε για την (ουτοπική βεβαίως) νίκη αυτοδυναμίας του κόμματός του, ούτε για την απλή πρωτιά, η οποία θα υπαγορεύσει και την ανάγκη κυβερνητικής συνεργασίας των δύο αυτών κομμάτων. Αλλά την ώρα που… διακόσια (!) κόμματα θα διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών, η “πεπατημένη” φαντάζει πιο ασφαλής από ποτέ…

Αυτοί οι πολίτες που θα ρίξουν την ψήφο τους στις «μνημονιακές δυνάμεις», καθόλου δεν τους αρέσει το «μνημόνιο», δεν θα ψηφίσουν λοιπόν για να το κατακυρώσουν, ούτε για να ΜΗ φύγουν από το κόμμα της επιλογής τους. Κι αυτοί, όπως όλοι οι πολίτες, όλων των τάσεων, θα ήθελαν πολύ να επιβάλλουν την πιο βαριά τιμωρία στα δύο κόμματα που κυβέρνησαν τόσο άθλια την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, όμως λένε, ότι: Με βαριά καρδιά θα ρίξουν σ’ αυτές τις εκλογές «καθεστωτική ψήφο». Για ένα λόγο: Είναι επιφυλακτικοί με τις επαναστατικές σημαίες. Και αντιπαθούν τις υστερίες των υπερπατριωτών. Φοβούνται τις οιμωγές και τους οδυρμούς. Δε γουστάρουν τις εξαλλοσύνες. Χρειάζονται έναν δρόμο που να οδηγεί κάπου κι ας έχουν αμφιβολίες για τον δρόμο αυτό. Αισθάνονται ότι η χάραξη ενός «άλλου δρόμου», δεν οδηγεί πουθενά. Θέλουν να δώσουν μία θέση στην ελπίδα (όχι στη σιγουριά, ποια σιγουριά…) ότι ίσως αυτός ο δρόμος να οδηγεί κάπου, ναι, δεν είναι ο καλύτερος, αλλά είναι ο μόνος.

Με λίγα λόγια είναι ζήτημα λογικής. Θα έλεγε κανείς ότι είναι ζήτημα μετριοπάθειας. Δεν μπορεί όμως κανείς να μιλήσει για πολίτες που είναι «πουλημένοι στην εξουσία». Μιλάει όμως. Κατηγορεί και προσβάλλει κάθε μετριοπαθή σκέψη που διατυπώνεται. Μοιάζει σα να άνοιξαν οι βόθροι. Εξαπολύονται ύβρεις προς κάθε κατεύθυνση, τα νέα «μιάσματα» δεν λέγονται πια κομμουνιστές, όπως παλιά, σήμερα λέγονται Πασοκτζήδες. Και (τώρα τελευταία) Νεοδημοκράτες.

[box type=tick color=yellow] «… Oι καλύτερες των προθέσεων των εντιμότερων (ακόμα και των ευφυέστερων) πολιτών δεν αρκούν στην άσκηση πολιτικής, απαιτείται και η ανάληψη ευθυνών, η οποία (στα μάτια του αμέτοχου λαού) χρεώνεται ως ενοχή αναποφεύκτως…»[/box]

Το δίλημμα είναι «μνημόνιο ή αντιμνημόνιο;». Είναι, μάλλον, «ευρώ ή δραχμή;». Αυτό το δίλημμα προκύπτει όμως για τον ψηφοφόρο σε πρώτη ανάγνωση. Στον υποδόριο ιστό της κοινωνίας κινείται ένα πολύ πιο επικίνδυνο μολυσματικό ζωύφιο: Η απαξίωση της πολιτικής (αλλά και της δημοσιογραφίας) έχει υπονομεύσει ήδη τους πολιτικούς (και τους δημοσιογράφους) τώρα όμως απαξιώνει και τους εχέφρονες πολίτες. Ακόμα κι εκείνους που δεν εντάχθηκαν ποτέ στο πολιτικό σύστημα της χώρας, από επιλογή ζωής και με αυτοκτονική μερικές φορές υπογραφή άρνησης. Η κυρίαρχη ρητορεία των ημερών απαξιώνει όλους εκείνους τους πολίτες που προτείνουν αυτοσυγκράτηση και σύνεση. Ο άκρατος υπερπατριωτισμός που τόσο ξαφνικά μας προέκυψε, απειλεί να κατασπαράξει ό,τι έχει απομείνει όρθιο στην κοινωνία.

Δε μπορεί, κάποιος έχει στήσει αυτό το θέατρο του παραλόγου. Ο μετριοπαθής πολίτης φοβάται ότι δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Γι’ αυτό και δεν εμπιστεύεται ούτε τις πιο φιλότιμες προσπάθειες για δημιουργία νέων κομμάτων. Ο μετριοπαθής πολίτης δεν αμφισβητεί μόνο τους σημαιοφόρους του ΟΧΙ, αλλά και τους κήρυκες του ΝΑΙ. Είναι όμως μπροστά στην ανάγκη να πει κάτι, να πάρει μια απόφαση, είτε του αρέσει αυτή η απόφαση, είτε δεν του αρέσει. Θέλει να σηκώσει αυτός το βάρος των οργισμένων που (εξ αιτίας του δικαιολογημένου θυμού) δεν κατανοούν σ’ αυτή τη συγκυρία το χρήσιμο ή απλώς το σωτήριο. Σκέπτεται πως η απόφασή του αυτή δε μπορεί να είναι προϊόν οργής ή εκδίκησης, αντιθέτως, πρέπει να οδηγεί σ’ ένα ξέφωτο, να έχει ένα στόχο, μία κατεύθυνση μέσα στη ζούγκλα, να διατηρεί μια ελπίδα ζωής.

Το παράδοξο της «καθεστωτικής ψήφου» έγκειται, κατά πρώτον, στο ότι: Η μετριοπάθεια του πολίτη και η μετριότητα του πολιτικού αποτελούν εγγυήσεις για την σταθερότητα και την ασφάλεια της χώρας.

Το παράδοξο της «καθεστωτικής ψήφου» έγκειται, κατά δεύτερον, στο ότι: Στην πολιτική ανάγκη να ξηλωθεί το «μνημονιακό δίπολο» αμέσως μετά την ψήφισή του και την διατήρησή του για λίγο ακόμα στην κυβερνητική εξουσία, ώστε να ΜΗ διαταραχθούν (και θα διαταραχθούν επικίνδυνα) οι υπογεγραμμένες (άρα δεδομένες) συμφωνίες της χώρας με την Διεθνή Κοινότητα.

Η «καθεστωτική ψήφος» για την οποία κάνουμε λόγο, η ανάγκη δηλαδή να επιλεγεί ως προσωρινή πολιτική πράξη του εκλογικού σώματος κατά την προσεχή εκλογική διαδικασία, αναλογεί στην ανάγκη να υπογραφούν άρον – άρον το 2010 και το 2012 τα δύο «μνημόνια». Και η ίδια ακριβώς ανάγκη που σηματοδοτεί μελλοντικά την άρση του επαχθούς καθεστώτος των «μνημονίων», αναλογεί στην ανάγκη υπέρβασης και των δύο κομμάτων εξουσίας που θα ψηφιστούν μεν στις εκλογές του 2012, όσο ψηφιστούν, θα πρέπει όμως και τα δύο ή ν’ αλλάξουν όνομα, περιεχόμενο και μορφή, ώστε να μετεξελιχθούν σε σύγχρονα κόμματα ή να χαθούν από τον χάρτη, ει δυνατόν μέχρι τις επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν.

Το δυστύχημα είναι ότι όλες οι προσπάθειες για νέα κόμματα που εκδηλώθηκαν, είτε εκείνα που αποσπάστηκαν από τις πολιτικές τους μήτρες (αριστερά του ΠαΣοΚ και δεξιά της Νέας Δημοκρατίας) είτε εκείνα που εμφανίζονται ως πρωτογενείς πολιτικές κινήσεις, έχουν όλα κοινό τους παρανομαστή ένα ρηχό και συνθηματολογικό ΟΧΙ, θεμελιώνονται πάνω στην φωνακλάδικη άρνηση και την στείρα καταγγελία, αντί να θεμελιώνονται στην θετικότητα και την πρόταση. Είναι κόμματα διαμαρτυρίας και όχι εξουσίας. Καταγγέλλουν τα υπάρχοντα κόμματα ως μαφίες που πρέπει να σαρωθούν. Δεν περνάει απ’ το απολίτικο μυαλό τους ότι τίποτα δεν θα διαφέρει αύριο, όταν αυτά τα νέα κόμματα διαμαρτυρίας θα πάρουν (όπως ελπίζουν) τη θέση των καθεστωτικών (μαφιόζικων) κομμάτων. Αγνοούν ότι οι καλύτερες των προθέσεων των εντιμότερων (ακόμα και των ευφυέστερων) πολιτών δεν αρκούν στην άσκηση πολιτικής, απαιτείται και η ανάληψη ευθυνών, η οποία (στα μάτια του αμέτοχου λαού) χρεώνεται ως ενοχή αναποφεύκτως. Όμως αυτό (και ό,τι συνάγεται από αυτό) άπτεται της πολιτικής παιδείας του λαού. Θα ήταν δε λαϊκισμός εάν λέγαμε ότι ο λαός αυτής της πατρίδας διαθέτει σύγχρονη πολιτική σκέψη…

Κι αφού κατέστη ανέφικτο να εμφανιστεί σ’ αυτή τη σκληρή διετία μία έστω πολιτική δύναμη πέραν του ΝΑΙ και πέραν του ΟΧΙ στα «μνημόνια», ας την περιμένουμε να εμφανιστεί και να είμαστε έτοιμοι να την υποδεχτούμε. Προς το παρόν όμως (και προς μεγάλη μας λύπη βεβαίως) λύση άλλη δεν έχουμε από την «καθεστωτική ψήφο», η οποία, όπως είπαμε, πρέπει να συνοδευτεί από την αδιαπραγμάτευτη δήλωση κατάργησης ή μετεξέλιξης των δύο κομμάτων εξουσίας, αφού στις εκλογές αυτές πρέπει να (κλείσουμε τα μάτια και να) ψηφιστούν στο όνομα μιας ανεπιθύμητης μεν, πρόδηλης δε ιστορικής αναγκαιότητας.

Ο λαός χρειάζεται κι άλλο χρόνο για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έγινε, θέλει ψυχικό περιθώριο που αυτή την ώρα δεν έχει, όταν θα κατακάτσει ο κουρνιαχτός, θα μπορέσει να σκεφτεί με ψυχραιμία και, νηφάλιος πια, ν’ αποφασίσει με σοφία τι θα κάνει ρεαλιστικά μ’ αυτούς τους λεχρίτες που ψήφιζε εδώ και τέσσερις δεκαετίες (σε όποιο κόμμα και αν ανήκαν) και τους εναπέθετε τις ελπίδες, τα οράματά του, όλα δηλαδή όσα με την αφροσύνη τους οι αιρετοί αυτοί άρχοντες απερίσκεπτα ή αφελώς διέψευσαν, σε επίπεδο βουλευτικής, κυβερνητικής, αλλά και αυτοδιοικητικής εξουσίας…

Η ανατροπή του πολιτικού συστήματος, η ανανέωσή του, η αντικατάστασή του, η τιμωρία του, όπως και να το πει κανείς, ΔΕΝ μπορεί να γίνει δια της ψήφου. Δεν μπορεί να γίνει δια της ψήφου στο ένα ή το άλλο κόμμα. Δεν ολοκληρώνεται με την ψήφο η βούληση του πολίτη ν’ αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Δε μπορεί να γίνει αυτό δια της ψήφου στο ένα ή το άλλο πρόσωπο. Δε μπορεί να γίνει με τη μετακίνηση του εκλογικού σώματος από τα δεξιά στα αριστερά ή το αντίθετο. Έχουμε θεοποιήσει την ψήφο, την κάναμε βολικό για το σύστημα μύθο, δεν είναι όμως παρά ένα “εργαλείο συντήρησης του δεδομένου”, είναι μια απλή “διαχείριση του Πολιτειακού αυτονόητου”. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα μικρά και τα μεγάλα κόμματα που μπορεί ν’ αντέξει ο κοινοβουλευτισμός, δεν υπερβαίνουν την πεντάδα, βαριά – βαριά την οχτάδα. Επομένως ο πολίτης ψηφίζει αναγκαστικά με τη λογική που λέει «το μη χείρον βέλτιστον», άρα η ψήφος είναι πάντα, χωρίς εξαίρεση, ένας μέγας συμβιβασμός. Δεν υπάρχει καλύτερη και χειρότερη ψήφος, σωστή ή λάθος, αθώα ή ένοχη… Ό,τι και να ψηφίσει ο πολίτης, είναι συμβιβασμός. Τέλος. Και ως τέτοιος, αδυνατεί να φέρει τις ριζικές λύσεις, τις οποίες έχουμε ανάγκη στην σαπισμένη αυτή χώρα.

Λοιπόν, αφού η ριζική αλλαγή του πολιτικού συστήματος δε μπορεί να γίνει δια της ψήφου, πώς μπορεί να γίνει άραγε;

Στο πλαίσιο της Δημοκρατικού αυτονόητου, εφόσον δηλαδή απορρίπτουμε κάθε βίαιη ανατροπή και κάθε βίαιη σωτηρία, μπορεί να γίνει μόνο με ελεύθερα ρεύματα σκέψης που θα μείνουν ανεμπόδιστα να πνέουν στα σωθικά του κοινωνικού σώματος. Ρεύματα σκέψης όχι απαραιτήτως πολιτικά. Τα πολιτισμικά ρεύματα σκέψης, οι Σχολές στην αρχιτεκτονική για παράδειγμα, οι λογοτεχνικές Σχολές επίσης, η Τέχνη γενικώς, η Επιστήμη, η Γνώση, είναι ειδικά (όμως ζωντανά) ρεύματα σκέψης που, εν τέλει, συγκροτούν το μορφωτικό επίπεδο του λαού, υπό την έννοια ότι ο λαός, ως σύνολο, επιτρέπει την ανεμπόδιστη καλλιέργειά τους, είναι σε θέση να το κάνει και δεν αντιδρά, δεν αντιμάχεται π.χ. το κίνημα για την αποτέφρωση των νεκρών, δεν δαιμονοποιεί το επιχειρείν, ούτε συκοφαντεί το ακατανόητο.

Φορείς αυτών των ρευμάτων είναι οι δημιουργοί που εκφράζονται δημόσια και φιλοξενούνται στα έντυπα και τα ηλεκτρονικά Μέσα Επικοινωνίας και Ενημέρωσης. Όταν ο λαός γίνει δέκτης αυτών των ρευμάτων ή ρέκτης αυτών των τάσεων, σε όποια εκδοχή τους, έχει μια αφετηρία για να ξεκινήσει την ορθή πολιτική του διαδρομή και από το ειδικό να φτάσει στο γενικότερο και το γενικό. Τότε θα είναι η στιγμή που θα γεννηθεί το σύγχρονο πολιτικό κόμμα, το οποίο θα μπορεί ν’ αναλάβει τα ηνία της χώρας, να την οδηγήσει στην ευνομία και τη δικαιοσύνη. Μόνο που η διαπίστωση αυτή, αν και ιστορικώς αποδεδειγμένη, εντούτοις δεν ανταποκρίνεται στην ανυπομονησία του πολίτη που αγωνιά για το μεροδούλι του και το μεροφάι του. Αλλά είναι φυσικός νόμος ν’ αγνοηθεί αυτή η λυπηρή συνέπεια. Και όντως θ’ αγνοηθεί από τον ευφυέστερο ή τον ιδανικότερο ηγέτη του έθνους που θα μπορούσε κάποια ώρα να παρουσιαστεί και ν’ αναλάβει το έργο της παλινόρθωσης.

Αυτές οι λογικές σκέψεις οδηγούν στην πρακτική επιλογή της «καθεστωτικής ψήφου», η οποία φυσικά έχει προσωρινό (δηλαδή μεταβατικό) χαρακτήρα. Που σημαίνει ότι διατηρείς την διαδικασία της συμβατικής ψήφου σε κόμματα εξουσίας και σε διαθέσιμα πολιτικά πρόσωπα, ενώ παράλληλα, στην πιο έντονη κλίμακα που μπορείς, καλλιεργείς τις πνευματικές άφθαρτες εφεδρείες του λαού και τις προβάλεις στο προσκήνιο, ώστε να διευκολύνεις την διακίνηση των ρευμάτων της σκέψης που έρχονται από κάτω.

Βεβαίως οι ιδέες αυτές δεν είναι κατανοητές ούτε καν συζητήσιμες από τον ανεκπαίδευτο στην πολιτική ψηφοφόρο. Αυτός έχει την αντίληψη «εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν». Εκεί όμως θα παιχτεί το μεγάλο στοίχημα: Ο αναμενόμενος και μη εμφανιζόμενος ηγέτης που θ’ αναλάβει το νοικοκύρεμα της χώρας να έχει αντοχές και να μη λυγίσει από την απογοήτευση που θα προκαλέσει αναποφεύκτως στον ανυπόμονο προλετάριο ή να μη φοβηθεί από το αβυσσαλέο μίσος που θα προκαλέσει στον μνησίκακο κλέφτη και τον εκδικητικό άρπαγα του δημοσίου χρήματος…

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: